Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Η πρόσβαση σε πληροφορίες δημόσιων φορέων είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Το ξέρετε;

Με δεδομένο το πολίτευμα της Δημοκρατίας και της πολιτικής ελευθερίας που έχουμε στην Κύπρο δεν νοείται να υπάρχει έστω και ένας πολίτης που να μην έχει το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία που αφορά δημόσιους φορείς, την εκάστοτε κυβέρνηση, εξουσία, κοκ. Είμαστε όλοι εξίσου προικισμένοι με το δικαίωμα να ξέρουμε τι γίνεται στ’ άδυτα των κέντρων λήψης αποφάσεων καθώς και για θέματα που αφορούν προϋπολογισμούς, πολιτικές και σχέδια που αφορούν άμεσα τον καθένα προσωπικά σαν πολίτη τους έθνους-κράτους.

Είναι όμως παράλληλα χρέος και των δημόσιων σωμάτων να δημοσιεύουν και να διαδίδουν πληροφορίες και δεδομένα που αντικειμενικά κρίνονται σημαντικά για το ευρύ κοινό. Το δικαίωμα αυτό της πρόσβασης σε πληροφορίες δημιουργεί επιπρόσθετα την υποχρέωση στο κράτος να λαμβάνει αιτήσεις από το κοινό για πληροφόρηση και το πρώτο ν’ απαντά εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος.
Το δικαίωμα της πρόσβασης σε πληροφορίες έχει προ πολλού κατοχυρωθεί από διεθνή σώματα και συμβάσεις όπως για παράδειγμα στο Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και στο Άρθρο 13 της Αμερικάνικης Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η ατομική ελευθερία είναι βαρυσήμαντο κομμάτι στη σύγχρονη φιλελεύθερη ζωή, επομένως το κάθε κράτος οφείλει να διασφαλίζει και να κατοχυρώνει τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική ελευθερία των υπηκόων του. Η πρώτη μορφή ελευθερίας σχετίζεται με την φυσική ελευθερία που έχει ένα άτομο (π.χ. ελεύθερη διακίνηση), ενώ η δεύτερη άπτεται της πνευματικής ελευθερίας και σκέψης που χαρακτηρίζει κάποιο ή κάποια (π.χ.: ελεύθερη προτίμηση). Στην πολιτική κοινότητα ο κάθε πολίτης έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να συμμετέχει ενεργά στα τελετουργικά της δημοκρατίας, όπως π.χ. στις εκλογές (δικαίωμα ψήφου, μυστική ψηφοφορία, κτλ) καθώς και να είναι σωστά πληροφορημένο ον, ούτως ώστε να ενσωματωθεί στην υπόλοιπη Κοινωνία των Πολιτών, να έχει το ελεύθερο του «κρίνειν» και του «ελέγχειν» και να μπορεί να συμμετέχει αμερόληπτα στη δημόσια σφαίρα του τόπου του.

Σε μια Κύπρο ωστόσο που δυστυχώς κυριαρχούν οι μεγάλοι πυλωροί, οι προασπιστές του «κουκουλώματος» και υπονομευτές της διαφάνειας και της αμερόληπτης λογοδοσίας των δημόσιων φορέων απέναντι στο κοινό, η προσπάθεια της Συμμαχίας «Ανοικτή Κύπρος» - αποτελούμενη από τον οργανισμό Cyprus EU Association, το ίδρυμα Κοινωνικοπολιτικών Μελετών (ΙΚΜΕ) και το Access Info Europe (AIE) – κατέχει ρόλο κλειδί στο να διαφωτίσει και να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες από το σύστημα φονταμενταλισμού και απάθειας που διακρίνει την Κυπριακή πολιτική κουλτούρα, η οποία με τη σειρά της χαρακτηρίζεται από το «πίστευε και μη ερεύνα», το «κρύψε να περάσουμεν», το «ποίος σ’ αρωτά», κοκ.

Ας αγκαλιάσουμε όλοι την προσπάθεια αυτή της Συμμαχίας, για να προασπίσουμε το ανθρώπινο δικαίωμα της ίσης πρόσβασης στην πληροφορία και ενημέρωση. Οφείλουμε σαν Κοινωνία των Πολιτών και σαν μεγάλος παίκτης της εγχώριας πολιτικής σκηνής όχι μόνο να έχουμε ανοικτή γέφυρα επικοινωνίας με τους πολιτικούς μας εκπροσώπους (αυτό είναι το ελάχιστο δέον) αλλά και να έχουμε ανά πάσα στιγμή εις βάθος και απροκατάληπτη πρόσβαση στη δημόσια διοίκηση.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Προσέξτε!: Τα Μ.Μ.Ε. αποπροσανατολίζουν

Το τι ακολούθησε μετά την διάσκεψη του Προέδρου για τον απολογισμό της τριετούς του θητείας, ανάμεσα στην κοινή γνώμη, είναι αναμφίβολα άνευ προηγουμένου. Λες και ξέσπασε μέγα εθνικό σκάνδαλο! Όλοι και όλα αναφέρονταν σ’ αυτό… θιγόμενοι, θιγόμενα κανάλια, θιγόμενα συμφέροντα, κοκ . Πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν βαρύγδουπη την αποκάλυψη της είδησης ότι πρώην υπουργός της Κυβέρνησης Κληρίδη που τώρα ασκεί κριτική, λάμβανε ανεργιακό επίδομα.

Πράγματι, αυτή η διφορούμενη και ασαφής αποκάλυψη και υπό το φως των αλλεπάλληλων επίμαχων συζητήσεων στη δημόσια σφαίρα για την οικονομική εξυγίανση της χώρας μας, δεν μπορούσε παρά να μην αντιμετωπιστεί σκανδαλοθηρικά και εύλογα έδωσε τροφή ειδικά στα Μ.Μ.Ε. για να το προβάλουν σαν είδηση υψίστης σημασίας. Πότε όμως ένα γεγονός θεωρείται είδηση; Κατά κανόναν όταν έχει τη δυναμική ν’ αφορά το δημόσιο ενδιαφέρον, με άλλα λόγια το γεγονός να έχει τέτοιο εύρος και σημασία που να κεντρίζει και να ενδιαφέρει τον μέσο πολίτη.

Λυπούμαι όμως να παρατηρήσω ότι το προαναφερθέν γεγονός με τον τρόπο που εκφέρθηκε από το στόμα του Προέδρου, πήρε μορφή σκανδάλου, προκαλώντας μια αχρείαστη και ανώφελη για την κοινωνία μας διάσταση. Όμως πέραν από τη δικαιολογημένη κριτική που ασκήθηκε στον Πρόεδρο για την εξαπόλυση αιχμών, χωρίς να κατονομάσει αυτούς που έπαιρναν τα επιδόματα, είναι άξια κριτικής και η στάση των Μ.Μ.Ε., πρώτα στ’ ότι ιεράρχησαν το γεγονός αυτό στην πρώτη βαθμίδα σημαντικότητας που αναφέρθηκε προηγουμένως, υπερμεγεθύνοντας το εύρος του σ’ ένα φαινομενικά εξέχουσας σημασίας γεγονός για τον μέσο πολίτη αυτού του τόπου, παραγκωνίζοντας για παράδειγμα μια άλλη είδηση που αφορούσε θανατηφόρο δυστύχημα συνανθρώπου μας σε κυκλικό κόμβο στη Λάρνακα. Κριτικά σκεπτόμενοι, ποιο από τα δύο θέματα έχει ή πρέπει να έχει περισσότερη βαρύτητα με βάσει τις συνέπειές του; Μια κενή είδηση «βόμβα» ή ένα τελεσίδικο γεγονός που επέφερε τον τραγικό θάνατο ενός συνανθρώπου μας;

Παίρνοντας αυτό το παράδειγμα, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε κάθε ευσυνείδητο πολίτη. Τα Μ.Μ.Ε. δικαιολογημένα χαρακτηρίζονται ως η Τέταρτη Εξουσία. Έχουν τη δυναμική να καθορίζουν τη θεματολογία της ημερήσιας διάταξής μας, το τι δηλαδή συζητούμε καθημερινά, πώς και σε ποιο βαθμό το συζητούμε, επομένως ασυνείδητα με την υπερπροβολή ή μερική και επιλεκτική ορισμένων πτυχών των γεγονότων, προσωπικοτήτων, κτλ ή την εσκεμμένη μεγέθυνσή ενίοτε σμίκρυνση της σημασίας τους, μας κατευθύνουν εκεί που οι ιθύνοντές τους επιθυμούν για να πετύχουν τις σκοπιμότητές τους.

Το ερώτημα όμως που προκύπτει και θα πρέπει να μας προβληματίσει ως προς τον κοινωνικό ρόλο των σύγχρονων μέσων και της δημοσιογραφίας γενικότερα είναι: Μήπως το λειτούργημα που υπηρετούν τα Μ.Μ.Ε. απέναντι στον πολίτη στηρίζεται πρωτίστως στην παντοδυναμία των κουτσομπολιών και φημών επειδή προκαλούν ίντριγκες άρα πουλούν, ή στην αφοσίωση σε μια ανθρωποκεντρική πολιτική με γνώμονα το καλώς νοούμενο συμφέρον και ενδιαφέρον του λαού; Μήπως όμως αυτό που αποκαλούμε καλώς νοούμενο συμφέρον και ενδιαφέρον, με τη σειρά του στις μέρες μας φθείρεται και θα πρέπει να πάμε πολύ βαθιά για να το εκκολάψουμε;

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Αυτή τη φορά δε θα μείνουμε αμέτοχοι

Βρισκόμαστε σχεδόν προ των πυλών για τη μεγάλη μέρα όπου ο Κύπριος πολίτης θα κληθεί να τιμήσει με τη ψήφο του τους εκπροσώπους του Κοινοβουλίου, οι οποίοι με τη σειρά τους αποτελούν τα κανάλια επικοινωνίας του λαού με την πολιτεία, για τη λήψη καθοριστικών αποφάσεων που αφορούν την καθημερινή ζωή των πολιτών μέσω διάφορων ψηφισμάτων νομοθεσιών, ρυθμίσεων, κοκ.

Με δεδομένο ότι η Κύπρος καλείται να αντιμετωπίσει μια πληθώρα προκλήσεων στο εγγύς μέλλον, από τα οποία τα πλείστα αφορούν και τους νέους αλλά και την κοινωνία γενικότερα: αυξημένες τάσεις εγκληματικότητας, ανεργίας, αντικοινωνικής συμπεριφοράς και χουλιγκανισμού στον αθλητισμό, βία στο σχολικό, διαδικτυακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, περιβαλλοντική κρίση και αειφόρος ανάπτυξη, τροχαία δυστυχήματα, έξαρση κάθε μορφής ρατσισμού – φυλετικού, εθνικού, σεξουαλικότητας και φύλου, κα – εμπορεία προσώπων και εκμετάλλευση αδύναμων ομάδων συμπεριλαμβανομένου και παιδιών, διαφθορά, ρουσφέτι, παράνομος τζόγος, και υιοθέτηση πρακτικών ενάντια στις αρχές της ισοπολιτείας και αξιοκρατίας. Όλ’ αυτά ανάμεσα σ’ άλλα συνθέτουν το σκηνικό μιας Κυπριακής κοινωνίας η οποία εκ των πραγμάτων φαίνεται να νοσεί. Τα προβλήματα αυτά πρέπει ν’ αγγίζουν τον κάθε νέο πολίτη αυτού του τόπου. Μας αφορούν, γιατί το μέλλον ανήκει σ’ εμάς, τους νέους που συχνά χαρακτηριζόμαστε ως οι «υφιστάμενοι δέκτες τους σήμερα πλην όμως μελλοντικοί πολίτες του αύριο».

Το πιο πάνω αξίωμα όντας υποτιμητικό, δεν αρμόζει σ’ εμάς τους νέους, διότι δεν απαξιώνουμε την πολιτική ως τέτοια. Απαξιώνουμε ορισμένους από τους θεσμούς και τα κακώς έχοντα αυτών, κάποιους πολιτικούς-ψηφοθήρες οι οποίοι ποδηγετούν τους νέους στα πλοκάμια του δήθεν κομματικού συνδικαλισμού, εμποτίζοντάς τους με προπαγανδιστικό και λαϊκιστικό υλικό με «απτές» υποσχέσεις, χωρίς να προσφέρουν κάποιο εποικοδομητικό όφελος στην ευρύτερη κοινωνία, παρά μόνο την πραγμάτωση ιδιοτελών συμφερόντων. Έτσι ενισχύεται η αντίληψη ότι οι νέοι αποστασιοποιούνται από τα πολιτικά δρώμενα, απαξιώνουν την κάλπη στις εκάστοτε εκλογές, αδιαφορούν, δεν ασχολούνται, δεν έχουν άποψη και εν τέλει μένουν αδρανείς και απαθείς.

Τέτοιες χρεώσεις όμως είναι βαρυσήμαντες και άτεγκτα γενικευμένες. Οι νέοι και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον μακροπεριβάλλον της κοινωνίας και τοποθετούνται επί τούτων, επομένως έχουν κριτική άποψη. Γι’ αυτό, επικαλούμαι τις διάφορες σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπου εκατοντάδες ομάδες πίεσης και ακτιβισμού καθώς και άλλες θεματικές κοινότητες δημιουργούν Ομάδες (groups) και Σελίδες (pages) οι οποίες κερδίζουν δυναμικά πολλούς υποστηρικτές αν αναλογιστεί κανείς την ανατροφοδότηση που παρουσιάζεται. Τα νέα μέσα άνοιξαν νέες γέφυρες όχι μόνο διαπροσωπικής επικοινωνίας αλλά και δημοκρατικοποίησης με την ελεύθερη εκφορά λόγου, έγερσης ζητημάτων που προβληματίζουν μέσω της συλλογικής διαμόρφωσης πλουραλιστικού περιεχομένου.

Σ’ αυτές τις εκλογές λοιπόν, οι νέοι οφείλουν να είναι παρόντες στις κάλπες. Πρέπει να επέλθει η κοινωνική αλλαγή, και οι νέοι υποψήφιοι που κατέρχονται τώρα στις εκλογές έχουν τα δικά τους σχέδια δράσης και πρόληψης όντας και αυτοί μέλη της κοινωνίας των πολιτών και των κοινωνικοπολιτικών δρωμένων, όπως είμαστε άλλωστε και εμείς. Είναι επίσης μια από τις λίγες φορές που παρατηρούμε ένα ευρύ φάσμα υποψηφιοτήτων με ποικίλες προσεγγίσεις και σκοπούς, από εθνικιστικό κίνημα μέχρι Ανεξάρτητη Ομάδα πολιτών με στόχο την κοινωνική αλλαγή. Ας πιστέψουμε λοιπόν στις δυνάμεις που διέπουν μια ενεργή, κριτικά σκεπτόμενη και όχι απαθή, τηλεκατευθυνόμενη και οχαδερφική νεολαία, που αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτήν, πριν απ’ αυτήν. Ο κάθε άνθρωπος γεννιέται σαν έλλογο όν με ελεύθερη βούληση και σκέψη. Ας βασίσουμε λοιπόν την ορθολογική μας σκέψη και να πάρουμε νηφάλια την απόφασή μας, μακριά από πολιτικές χειραγωγήσεις από επιτήδειους πομπούς, όπως είναι τα πολιτικά-προσανατολισμένα κέντρα, κανάλια επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Κάποιος να τους συνεφέρει…

Αναμφίβολα η κατάσταση στα κατεχόμενα μετά τα τελευταία τεκταινόμενα, δηλαδή την αντικατάσταση του λεγόμενου πρέσβη Καγιά Τουρκμέν από τον επικεφαλή της Επιτροπής Βοήθειας της Τουρκίας, Χαλίλ Ιμπραχήμ Ακτσά και τις διαδοχικές διαμαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων για το οικονομικό πακέτο που προωθεί το Ψευδοκράτος σε συνεργασία με την τουρκική κυβέρνηση του Ερντογάν, έχει καταδείξει την αποφασιστικότητα, εγρήγορση και κινητικότητα των Τουρκοκυπρίων ν’ αντισταθούν στα επιβαλλόμενα μέτρα της ψευδοκυβέρνησης και της Τουρκίας , ωστόσο η τελευταία σπεύδει αυταρχικά να θυμίσει στην κοινή γνώμη πως η Τουρκία είναι που έχει τον πρώτο λόγο στη λήψη αποφάσεων για το δήθεν «καλό» της Κύπρου στην οποία κατά τους ισχυρισμούς της έχουν επεμβατικά δικαιώματα στο πλαίσιο της εγγυητικής της δύναμης και εξουσίας. Επιπρόσθετα, η Τουρκία για να δικαιολογήσει τους εναντίον της προπηλακισμούς και διαμαρτυρίες από τους Τουρκοκύπριους επιρρίπτει την ευθύνη στην ελληνοκυπριακή πλευρά για δήθεν υποκίνηση και εμπλοκή στις διαδηλώσεις.

Όποια όμως και να είναι η πραγματικότητα, την απάντηση την έχουν πάρει ήδη από τους υπηκόους της ούτω-καλούμενης γι’ αυτούς ΤΔΒΚ και για μας Κυπριακής Δημοκρατίας. Μέσα στο πλήθος και στον όχλο που κατακραυγάζει ενάντια στον ετσιθελισμό και την πολιτική χειραγώγηση του ψευδοκράτους, η εμφάνιση της Κυπριακής σημαίας φάνηκε «σαν κεραυνός εν αιθρία» για την κυβέρνηση Έρογλου και Ερντογάν, οι οποίοι στο θέαμά της, εξοργισμένοι, προχώρησαν με κατασταλτικά μέτρα ισχυριζόμενοι πως τέτοιες ενέργειες ενισχύουν την ελληνοκυπριακή πλευρά.

Ας μην εθελοτυφλούν όμως, ο τουρκοκυπριακός λαός έχει ξεκάθαρες αξιώσεις και συμπορεύεται με την ελληνοκυπριακή πλευρά προς την πορεία εξεύρεσης λύσης που θα ικανοποιεί και της δύο πλευρές και θα εξασφαλίζει ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις κάτω από τη στέγη μιας πατρίδας με ενιαία κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα, μακριά από ξένες παρεμβάσεις και μεθοδεύσεις.

Το γεγονός αυτό όμως θα πρέπει να φτάσει στ’ αυτιά των εχόντων επιρροή στην πολιτική σκηνή του Κυπριακού και κατ’ επέκταση στην Τουρκία και να υπερασπιστούν αμερόληπτα τις πανανθρώπινες αξίες της δικαιοσύνης και της αυτοδιάθεσης, και να επιβάλουν πραγματικές κυρώσεις στην Τουρκία για τη πολιτικά «σοβινιστική» της συμπεριφορά απέναντι στους υπηκόους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν νοείται να παρακαλεί ο Τούρκος πρωθυπουργός τον Μουμπάρακ ν’ αφουγκραστεί την κατακραυγή και τις ανθρώπινες αξιώσεις του Αιγυπτιακού λαού, και χωρίς δισταγμό να ικανοποιήσει το αίτημα του λαού για αλλαγή ενώ αυτός να το αναιρεί κατάφωρα στην περίπτωση της Κύπρου.

Κάποιος, λοιπόν πρέπει να τους αναγκάσει να παραδεχθούν την αλήθεια, να δηλώσουν εξόφθαλμα ποιοί είναι οι πραγματικοί στόχοι τους στο θέμα του Κυπριακού και να σταματήσουν να παραπλανούν την κοινή γνώμη για δήθεν προστασία των Τουρκοκυπρίων, αυτά τα έλεγαν και παλαιότερα αναφορικά με την εισβολή στο νησί το 1974, όμως κάθε άλλο από υπεράσπιση και ασφάλεια προσφέρουν στους υπηκόους τους, γεγονός που ενδεχομένως να επιφέρει κατάσταση ταραχής και ανομίας στο ψευδοκράτος τους κάτι που οι αλλεπάλληλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες έντονα προμηνύουν.

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Η άθλια αθλητική κουλτούρα της Κύπρου και τα μέτρα καταστολής του χουλιγκανισμού

Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η αθλητική κουλτούρα και το πνεύμα στην Κύπρο νοσούσαν διαχρονικά και συνεχίσουν ακάθεκτα εκ των πραγμάτων. Οι αξίες του ευ αγωνίζεσθαι, της ευγενούς άμιλλας, του σεβασμού του αντιπάλου, της διαφορετικότητας που πρεσβεύουν τα ολυμπιακά ιδεώδη της αρχαίας Ελλάδας υπονομεύονται κάθε φορά από τις μικροπρεπείς «ιδεολογικές» διαφορές που διχάζουν τις ομάδες, οι οποίες εκτός από πολιτική σύνδεση μπορεί να άπτονται της τοπικής προέλευσης της αντίπαλης ομάδας. Όποια και να είναι όμως η περίπτωση, το θέμα του χουλιγκανισμού και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς πρέπει να αντιμετωπισθεί στο σύνολό του, από όλους τους θεσμούς της κοινωνίας συλλογικά. Πρόσφατα, αρκετά γκάλοπ αλλά και σε δημόσιες συζητήσεις αναζητείται επίμονα ο φορέας ευθύνης για το φαινόμενο του χουλιγκανισμού, μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται τα πολιτικά κόμματα, τα ποδοσφαιρικά σωματεία, η κυβέρνηση, η αστυνομία, οι ίδιοι οι οπαδοί, κτλ. Η απάντηση όμως σ’ αυτό το ερώτημα εδράζεται κατά κύριο λόγο στην ίδια μας την κουλτούρα, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνεται από τους διάφορους θεσμούς της κοινωνίας όπως είναι η εκπαίδευση και κατ’ επέκταση το σχολείο, η θρησκεία και η εκκλησία, η πολιτική, οι τρείς βασικές εξουσίες και τα κόμματα, τα Μ.Μ.Ε. και οι διάφορες λειτουργίες τους, ο στρατός κ.ο.κ.

Δυστυχώς, όταν ακόμη νοσούν και όλοι οι προαναφερθέντες θεσμοί-κλειδιά για τη θεμελίωση μιας λειτουργικής και ευημερούσας κοινωνίας, με ισοκρατικές πολιτικές, ιδεώδη που να προάγουν τον σεβασμό στον πλουραλισμό απόψεων, την ποικιλομορφία, τις ανθρώπινες αξίες επιφέροντας έτσι έστω και σε βάθος χρόνου την κοινωνική αλληλεγγύη, που τόσο λείπει από τον τόπο μας. Ο τομέας της παιδείας ειδικά μαζί με την οικογένεια που αποτελεί τον μικρόκοσμο ενός παιδιού και εκκολαπτόμενου μελλοντικού πολίτη, θα πρέπει να είναι οι πρώτοι που θα πρέπει να λάβουν δράση στην πρόληψη τέτοιων φαινομένων, και να δράσουν ώστε έτσι να καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη στις συνειδήσεις των νέων. Πρέπει επίσης και οι ίδιοι οι οργανωτές των κερκίδων να σταματήσουν την παράλογη αυτή και κοινωνικά δομημένη προπαγάνδα περί κομματοποίησης των ομάδων, και ν ‘ αφήσουν ελεύθερα τους καλώς νοούμενους οπαδούς - οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι έφηβοι που βρίσκονται σ’ ένα κρίσιμο στάδιο διαμόρφωσης της προσωπικής τους ταυτότητας – να απολαμβάνουν το άθλημα χωρίς οχλαγωγίες και δημαγωγίες του τύπου «βάλτε όλοι πράσινο ή πορτοκαλί χρώμα στο προφίλ του facebook» και άλλων προσχεδιασμένων τακτικών που στόχο έχουν την μισανθρωπία ενόψει πάντα των «καυτών» ντέρμπυ.

Η πολιτεία απέτυχε να τα βάλει με τον όχλο των οργανωμένων οπαδών. Αυτοί με τη σειρά τους απειλούν θεούς και δαίμονες, έχουν τεράστια πολιτική δύναμη, διότι πολύ πιθανών εξωκατευθύνονται και τροφοδοτούνται από κάποια κινήματα ή πολιτικά κόμματα. Ο κύκλος είναι φαύλος, λοιπόν. Τα μέτρα καταστολής, με την επιβολή κανονιστικής κουλτούρας απέτυχαν να αμβλύνουν το πρόβλημα. Την παιδεία όμως σκέφτηκε κάποιος να τη χρησιμοποιήσει μακροπρόθεσμα σαν ένα πιθανό αντίδοτο στο πρόβλημα;

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Ας γίνει το 2011 η χρονιά οικοδόμησης συνθηκών καλής θελήσεως από την Τουρκία με πραγματική προοπτική τη λύση

Έχοντας περάσει τα φετινά Χριστούγεννα υπό τη σκιά των γεγονότων κατά τον καλαθοσφαιρικό αγώνα μεταξύ του ΑΠΟΕΛ και της τουρκικής Pinar Karsiyaka και εκ των υστέρων με την απαγόρευση της θείας λειτουργίας των Χριστουγέννων στην εκκλησία του Αγίου Συνεσίου στο Ριζοκάρπασο, πραγματικά μόνο θλίψη, οδύνη και βδελυγμία μπορούμε να αισθανθούμε για τις ενέργειες από τις δύο πλευρές εκατέρωθεν, στην εκδήλωση αυτού του υπερ-εθνικιστικού παραληρήματος. Δυστυχώς και στις δύο περιπτώσεις δεν πρυτάνευσε η λογική, η ψυχραιμία, ο σεβασμός του «άλλου» όποιος και αν είναι αυτός, παρά μόνο ο παραλογισμός της βαρβαρότητας, της μισαλλοδοξίας, της χαιρεκακίας, του εκφοβισμού και του ιμπεριαλισμού. Αβίαστα, μετά τα γεγονότα στη Λευκωσία κατά των καλαθοσφαιρικό αγώνα των δύο ομάδων, οι κατοχικές δυνάμεις έσπευσαν να εφαρμόσουν αντίποινα στην ελληνοτουρκική μειονότητα του Ριζοκαρπάσου, με την εκ προμελέτης απαγόρευσης της θείας λειτουργίας, την αυθαίρετη εντολή αφαίρεσης των άμφιων του ιερέα Παπαζαχαρίου, την επάνδρωση του αστυνομικού σταθμού που βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία με ψευδοαστυνομικούς.

Οι ανίερες και αντιθρησκευτικές αυτές πρακτικές από τη μια, και οι μισαλλόδοξες, εθνικιστικές και σοβινιστικές ενέργειες από την άλλη πλήττουν την πολιτιστική κουλτούρα και τις αρχέγονες αξίες που μας κληροδότησε ο μητροπολιτικός μας Πολιτισμός, και εν όψει της μάχης που δίνεται για να στεριωθεί ένα καινούργιο κρατικό μόρφωμα στο νησί μας - που πρέπει οπωσδήποτε να μας απαλλάξει από την κατοχή και τη μιζέρια της διχόνοιας - αλλά και των μαθημάτων που μας δίδαξε η ιστορία από την περίοδο 1963-1974 οι ενέργειες αυτές δε λαμβάνουν κανένα έδαφος. Οι προκαταλήψεις που διαχρονικά κλόνιζαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού έχουμε ξεχωρίσει ποιοι είναι οι πραγματικοί θύτες και ποια τα θύματα. Ναι, πράγματι οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο, οι Τούρκοι σκότωσαν το 1996 στη Δερύνεια τον Ισαάκ και το Σολωμού, στους Τούρκους οφειλόταν η αρχική εξαφάνιση και άγνοια της τύχης των 1619 αγνοουμένων. Δεν μπορεί να φταίει όμως γι’ αυτό ο καθ’ ένας Τούρκος υπήκοος, διότι χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας ελεύθερα και απροκατάληπτα μπορούμε να σκεφτούμε πως ανάμεσα στο τουρκικό έθνος μπορεί να υπάρχουν έστω κάποια λίγα άτομα που μπορεί να υπερασπίζονται το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αλληλεγγύη μεταξύ των εθνών, την αγάπη για τον συνάνθρωπο χωρίς να κοιτάζουν την εθνικότητά του, το χρώμα, τη θρησκεία του, τα «πιστεύω» του. Ανθρώπους που κοιτάζουν τον συνάνθρωπο ως άνθρωπο και που αγαπούν την ιδιαίτερη τους πατρίδα όσο την πατρίδα του συνανθρώπου του με την έννοια του σεβασμού, της κατανόησης και της ανεκτικότητας. Σίγουρα το πολιτικό καθεστώς της Τουρκίας δεν είναι εκ των πραγμάτων διατεθειμένο να κάνει οποιαδήποτε τέτοια υπέρβαση και να απελευθερωθεί από τα δεσμά του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και της συνεχώς αυξανόμενης βουλιμίας στις απευθείας διαπραγματεύσεις.

Τέλος, δεν εύχομαι το συνηθισμένο, η νέα χρονιά δηλαδή να είναι χρονιά λύσης, διότι για σχεδόν 37 χρόνια αυτό ευχόμαστε, νομίζοντας πως αυτό θα γίνει δια μαγείας. Πρώτα απ’ όλα το λιγότερο που πρέπει να γίνει είναι η συνειδητοποίηση από πλευράς της Τουρκίας πως είναι προς το συμφέρον της ίδιας μα πάνω απ’ όλα του Κυπριακού λαού να επιδείξει καλή θέληση όχι παροδικά για το «θεαθήναι» αλλά στρατηγικά και μεθοδικά για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, που στη συνέχεια θα μπορέσει να διασφαλίσει την κάθε είδους ευημερία όλων των Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και των λοιπών εθνικών ομάδων που ζουν στην Κύπρο.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Μετανάστες και πολιτιστική συνείδηση.

Μετανάστης κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη ορίζεται ως το πρόσωπο που εγκαταλείπει με τη θέλησή του την πατρίδα του, για να εγκατασταθεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα σε άλλη χώρα ενώ ενδεχομένως να έχει οικονομικά κίνητρα (οικονομικός μετανάστης). Λαθρομετανάστης από τη άλλη ορίζεται ως το πρόσωπο που μετακινείται και εγκαθίσταται σε άλλη χώρα άλλη από αυτήν της καταγωγής του, χωρίς να πληροί τους απαραίτητους όρους ή χωρίς να έχει περάσει από τις νόμιμες διαδικασίες*. Μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης υπάρχουν κάποιοι ωθητικοί και συνάμα ελκτικοί παράγοντες που σχετίζονται με την μετανάστευση. Η πρώτη κατηγορία παραγόντων αναφέρεται σε δυναμικές που υπάρχουν σε μια χώρα προέλευσης οι οποίες εξωθούν τους υπηκόους της να μεταναστεύσουν, λ.χ.: πόλεμος, πείνα, πολιτική καταπίεση, κ.α. Η δεύτερη κατηγορία εν αντιθέσει, σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της χώρας προορισμού που είναι για τους μετανάστες πόλος έλξης, λ.χ. : ευημερούσα αγορά εργασίας, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, μικρότερη πυκνότητα πληθυσμού, κτλ. Το νέο είδος μετανάστευσης (Giddens, 2009) στην γεωγραφική περιοχή που βρισκόμαστε, επήλθε κατά κύριο λόγο μετά το άνοιγμα των συνόρων μεταξύ Ανατολής και Δύσης καθώς και την εθνική διαμάχη στην Πρώην Γιουγκοσλαβία. Η νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο όσον αφορά την μετανάστευση εργατών επέφερε ένα πρωτοφανές μόρφωμα, ωστόσο κατά κόρον ξένο ως προς τη λογική του μέσου Κύπριου, ο οποίος ακόμη αμφιταλαντεύεται για την εθνική του ταυτότητα υπό το πλαίσιο της μετα-αποικιακής εποχής της οποίας απότοκο ήταν η σταδιακή εισαγωγή μοντέρνων στοιχείων ενώ στη συνέχεια μετά την τουρκική εισβολή επήλθε η βιομηχανοποίηση, η αστικοποίηση, η δυτικοποίηση και σήμερα ο πολιτιστικός πλουραλισμός. Δυστυχώς μέχρι σήμερα στην Κύπρο, δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί επιτυχώς κανένα μοντέλο μεταναστευτικής εργατικής πολιτικής που να προάγει την από κοινού συμμετοχή και συνεισφορά εγχώριου και ξένου εργατικού δυναμικού στην ευρύτερη οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου με ίσους όμως όρους και αξιοκρατικά κριτήρια. Επομένως, ερχόμαστε σήμερα σε μια εποχή όπου μιλάμε για το λεγόμενο «χωνευτήρι» που συνενώνει τη διαφορετικότητα των λαών σε μια κοινωνία, να ερίζουμε για τους οικονομικούς μετανάστες οι οποίοι τις περισσότερες φορές άκριτα από εμάς παρουσιάζονται στην αντίληψή μας ως οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, οι πρώτοι που θα ενοχοποιηθούν δηλαδή για ένα έγκλημα, μια ατυχία κτλ. Η προκατάληψη έναντι αυτών των ατόμων στηρίζεται κυρίως στην έλλειψη κοινωνικής ισχύος από πλευράς ξένων, που περιλαμβάνει την οικονομική, πολιτική δύναμη και το γόητρο. Διερωτηθήκατε ποτέ λοιπόν γιατί δε θα αντιμετωπίζαμε με τον ίδιο τρόπο έναν αλλοδαπό-εργάτη και έναν ξένο-τουρίστα, δεδομένου ότι και οι δύο είναι ξένοι;. Εξάλλου, στη σημερινή μοντέρνα (ή και μεταμοντέρνα) Κύπρο όπου οι περισσότεροι από εμάς συμπεριφερόμαστε νεόπλουτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη συμβολή των ξένων εργατών οι οποίοι είναι αυτοί που θα κάνουν δουλειές σε όλους τους τομείς της οικονομίας, που σύμφωνα με τη δική μας νόηση θεωρούμε «χαμαλίκια», είναι αυτοί που θα ανεγείρουν τα πολυτελέστατα σπίτια μας ή ακόμη αυτοί που θα νταντεύσουν τα «παραχαϊδεμένα» παιδιά μας. Το ότι αναγκάζονται να έρθουν στη χώρα μας για ένα πρόσφορο μέλλον ίσως καμιά φορά να μην είναι επιλογή γι’ αυτούς. Το αν έρχονται όμως νόμιμα ή παράνομα και τι κυρώσεις εξυπακούει αυτό είναι ευθύνη κυρίως των τριών εξουσιών του κράτους μας και των εμπλεκόμενων κοινωνικών θεσμών να το κρίνουν και να το ορίσουν. Οι μετανάστες ως τέτοιοι δεν είναι άμεση απειλή ούτε στη δημογραφική αλλοίωση ούτε στην πολιτιστική συνοχή ή αγορά εργασίας της χώρας μας εφόσον αντιμετωπίζονται και μας αντιμετωπίζουν με βάση την ισονομία, τη δημοκρατία προπάντων με ισορροπημένες όχι όμως συντηρητικές πολιτικές. Ας δούμε λοιπόν την ετερότητα των μεταναστών όχι σαν ένα σημείο απ’ όπου αρχίζει ο εθνικισμός και η προκατάληψη, αλλά σαν ένα σημείο αναφοράς για να κτιστεί μια κουλτούρα αλληλοσεβασμού και κατανόησης με πρωταγωνιστές εμάς και τους «άλλους». Η εποχή μας απαιτεί ανθρώπους ορθολογιστικούς με παιδεία και κριτική ικανότητα και η απόλυτη εσωστρέφεια και αποξένωση στο εθνικό μέτωπο δεν χαρακτηρίζει τον παγκόσμιο πολίτη που ενώ ζει πολυπολιτισμικά δεν ισοπεδώνεται και δεν ενδίδει στη μαζοποίηση της παγκόσμιας κουλτούρας. Αυτή είναι η ομορφιά της εθνικής πολυμορφίας. Ας μην ξεχνάμε τέλος , πως και εμείς οι Ελληνοκύπριοι αναζητήσαμε άλλες «Πόλεις» σε δύσκολους καιρούς των οποίων οι περιστάσεις και οι δυσχέρειες μας εξώθησαν να μεταναστεύσουμε για να αναζητήσουμε ένα καλύτερο αύριο. Πώς θα νιώθαμε αλήθεια, αν στην Πλατεία Τραφάλκαρ του Λονδίνου, προπηλακιζόμασταν και εισπράτταμε βία από το κυρίαρχο έθνος, δηλαδή τους Βρετανούς, γιατί είμαστε το κακό αγκάθι στην εθνική τους ευημερία και πρόοδο;