Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Κακίζουμε...

Τις αξίες και τα ιδανικά του «ευ αγωνίζεσθαι», του φίλαθλου ήθους και πνεύματος αμαύρωσαν με την αντιπατριωτική τους στάση μερίδα φιλάθλων της Αθλητικής Ένωσης Λεμεσού στον εκτός έδρας αγώνα με το προσφυγικό σωματείο της Νέας Σαλαμίνας Αμμοχώστου, την περασμένη εβδομάδα. Αφενός εκστομίζοντας υβριστικά συνθήματα που άπτονταν της προσφυγικής ιδιότητας των φιλάθλων της γηπεδούχου ομάδας αφετέρου προχωρώντας σε βανδαλισμούς και λιθοβολισμούς εναντίον των γηπεδούχων, άφησαν για ακόμη μια φορά ένα μελανό στίγμα στο εγχώριο αθλητικό και πολιτισμικό μας γίγνεσθαι. Το εν λόγω όμως επεισόδειο θα πρέπει να μας προβληματίσει βαθιά γιατί δεν αφορά μόνο μια επανειλημμένη αντιαθλητική παράβαση, έχει συνάμα και ιστορικο-κοινωνική βαρύτητα. Το να έχεις καταβολές από μη προσφυγικό τόπο και να εκστομίζεις ανελέητα ύβρεις εναντίον των προσφύγων για να τους προκαλέσεις και να «ανάψεις» τα αίματα, είναι κάτι που αναπόφευκτα παραπέμπει στα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου της Ελλάδας, είναι επίσης μια απαράδεκτη κατηγοριοποίηση του Κυπριακού λαού που διχοτομεί, και τέλος ένα νοσηρό απότοκο μιας μη υγιούς ‘κυπριακής’ αφροσύνης, ταυτόσημης με την αφιλοπατρία, που μας θέλει να είμαστε εθνικά αποξενομένοι και χαιρέκακοι, βάζοντας ‘ταπέλες’ σε πρόσφυγες και μη, έχοντας μια απολιθωμένη ιστορική συνείδηση και μνήμη. Αναζητώντας τα ελατήρια και τις διεξόδους του απαράδεκτου και καταδικασταίου αυτού φαινομένου, πρέπει να διερωτηθούμε τι ρόλο διαδραματίζουν οι παράγοντες αλλά κατά κύριο λόγω οι Συνδέσμοι φιλάθλων οι οποίοι εξωκατευθύνουν και υποκινούν τους οπαδούς μιας ομάδας. Επίσης, εμμένοντας σ’αυτή την παράμετρο πρέπει συγκεκριμένα να αναλογιστούμε τι είδους παιδεία και τι αρχές μεταλαμπαδεύουν στον κόσμο τους οι ιθύνοντες , τα εκτελεστικά όργανα καθώς και οι οργανωτικοί «ηγέτες» των σωματείων. Είναι ντροπή να θεωρούμε την προσφυγοποίηση ως μια ιδιαιτερότητα και να την καπηλευόμαστε, έχοντας κατά νου την ιστορική όψη των πραγμάτων. Εν πάσει περιπτώσει, αξιώνουμε το σεβασμό, αναγνώριση και την επί ίσοις όροις αντιμετώπιση των προσφυγικών σωματείων που αν μη τι άλλο αποτελούν φορείς πολιτισμού, ήθους κυρίως όμως εκφραστικά όργανα του «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ». Ας αντιμετωπιστούν λοιπόν με αμεροληψία και σεβασμό και να έχουμε υπόψη πως η ύβρις επιφέρει την τήση, γιατί ας μην ξεχνάμε πως ήταν προσφυγικά τα Σωματεία που μεγαλούργησαν και μετουσίωσαν τα όνειρα των αντιπάλων τους σε εφιάλτες. (Παραδειγματικά, η Ανόρθωση Αμμοχώστου τον Αύγουστο του 2005 ενάντια στην τουρκικήΤράνζοσπορ και το Καλοκαίρι του 2008 που διέπρεψε με την είσοδό της στους Ομίλους του Champions League).

Ταυτόχρονα ψέγουμε έντονα και τους προπηλακισμούς εναντίον του προέδρου της Δημοκρατίας που ακούστηκαν στην αντικατοχική εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας (20/7/ 09) στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλλας. Τέτοιου είδους ενέργειες δυναμιτίζουν και υπονομεύουν το κλίμα των προσπαθειών που καταβάλλονται για επίλυση του Κυπριακού. Τέτοιες εκφάνσεις δεν συντείνουν και οπωσδήποτε δεν οδηγούν σε καμιά εποικοδομητική κριτική για τον τρόπο χειρισμού και της τακτικής που ακολουθείται για το Κυπριακό από τη δική μας πλευρά. Αποκλίσεις είναι απολύτως φυσικό να υπάρχουν από οργανωμένα σύνολα και ομάδες. Είναι όμως ο διάλογος, η εποικοδομητική και ορθολογιστική αντιπολίτευση – με την κατάθεση εναλλακτικών ιδεών, εισηγήσεων και προτάσεων- και όχι η άκριτη, άκρατη και σοβινιστική υπόσκαψη και δημόσια εκστόμιση ύβρεων που θα γεφυρώσει τυχόν ιδεολογικά κενά όσον αφορά την επίλυση του Κυπριακού. Είναι ζωτικής σημασίας παράμετρος να υπάρχει εθνική ενότητα σε ό,τι αφορά την πολιτική επίλυσης του Κυπριακού. Και ακόμη και στην περίπτωση που αναφύονται διαφωνίες να υπάρχει άμεση επαφή και διαβούλευση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο οποίος χειρίζεται και πραγματεύεται το Κυπριακό Πρόβλημα. Γι’ αυτό άλλοστε γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και οι συνελεύσεις του Εθνικού Συμβουλίου, στις οποίες πρέπει οι εκπρόσωποι των κομμάτων να λειτουργούν σαν φερέφωνα των πολιτών με το να μεταφέρουν τις ανησυχίες και τις σκέψεις τους και να γίνονται έτσι μοχλοί πίεσης, προβάλλοντας βάσιμα και λυσιτελή επιχειρήματα.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Κονγκό 2009 – Κύπρος 1974.

Στιγμές που προσομοιάζουν με αυτές της Κυπριακής εισβολής ζούν χιλιάδες κάτοικοι της Δημοκρατίας του Κονγκό στην Αφρική. Σύμφωνα με πληροφορίες του διεθνούς πρακτορείου ειδήσεων CNN, η ανατολική περιοχή της Δημοκρατίας του Κονγκό βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση ενώ ο Ο.Η.Ε. εκτιμά ότι πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες κάτοικοι της εν λόγω περιοχής εκτοπίστηκαν από τις οικίες τους. Τα άτομα αυτά έχουν εγκατασταθεί από τη νότια επαρχία του Κιβού στα σύνορα του Κονγκό με τη Ρουάντα. Η μαζική έξοδος επήλθε σαν αποτέλεσμα της πρόσφατης προσβολής από πλευράς της εγχώριας κυβέρνησης του Κονγκό εναντίον της εθνικής ομάδας ‘Hutu militia’ - Δημοκρατικές δυνάμεις για την απελευθέρωση της Ρουάντας. Ο τελευταίος αυτός ξεριζωμός αυτόχθωνων πολιτών αυξάνει τον συνολικό αριθμό των εκτοπισθέντων του Νότιου Κιβού από την αρχή του τρέχοντος χρόνου σε 536.000 άτομα, σύμφωνα με τον Ρόν Ρέτμοντ, Επίτροπο προσφύγων του Ο.Η.Ε. Ο ίδιος προσθέτει επίσης πως πάνω από 1,8 εκατομμύρια άτομα έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά στην ευάλωτη αυτή περιοχή. Άλλες περιοχές όπως η Λεμέρα και Μουλεγκε, μοιάζουν με πόλεις φάντασμα, καθότι έχουν σχεδόν εκκενωθεί με είκοσι χιλιάδες άτομα να κρύβονται σε παραπλήσια δάση της περιοχής, αναζητώντας καταφύγιο. Η συγκλονιστική αυτή κατάσταση παρακολουθείται στενά από το διεθνή οργανισμό καθώς και από τα πλείστα Μ.Μ.Ε. της υφηλίου. Το Ρ.Ι.Κ. έχει επιδείξει στους κυπριακούς δέκτες το συγκεκριμένο αποτροπιαστικό έγκλημα πολέμου στις 24/7/09, με σκηνές από θύματα τόσο σεξουαλικής βίας όσο και αυθαίρετων κρατήσεων, που στην πλειοψηφία τους ήσαν παιδιά και ανήλικοι. Ορισμένοι οργανισμοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρατήρησαν μια καταφανή αύξηση σεξουαλικών επιθέσεων, με θύματα κατά κύριο λόγο γυναίκες. Ενώ μια αναφορά που βγήκε στο φως της δημοσιότητας αυτό το μήνα δείχνει ότι τα Ηνωμένη Έθνη έχουν καταγράψει 7.703 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης κατά το 2008. Τα δε στρατιωτικά δικαστήρια στην επαρχία έχουν ενοχοποιήσει 27 στρατιώτες για σεξουαλικές κακοποιήσεις κατά τη διάρκεια του 2008, ενώ τον Μάρτιο του 2009 έντεκα στρατιώτες έχουν κατηγορηθεί για βιασμούς σαν έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Πραγματικά μόνο αποτροπιασμό, φρίκη και απέχθεια προκαλούν τέτοιου είδους ενέργειες εσωτερικών συρράξεων, δεδομένου ότι προοιωνίζουν τεράστιες ανεπανόρθωτες συμφορές αφενός σε εσωτερικό επίπεδο αφετέρου σε οικουμενικό επίπεδο αφού δεν τίθονται οι βάσεις για δημιουργία προϋποθέσεων παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας καθώς και ομαλών διακρατικών σχέσεων. Καταδικάζονται και αποδοκιμάζονται επίσης εμφατικά και η κακοποίηση ευαίσθητων και άμαχων ομάδων, όπως αυτές των παιδιών και των γυναικών. Παράλληλα είναι άξια επίκρισης η στάση και ο ρόλος που διαδραματίζουν οι πλανηταρχικές δυνάμεις και επιρροές των Η.Π.Α. που μέχρι στιγμής ο μόνος μοχλός πίεσης και αρωγός στις διαδικασίες αποκατάστασης και στήριξης των πληγέντων έχει καταστεί ο Ο.Η.Ε και ο Ερυθρός Σταυρός. Εν κατακλείδι, το εν λόγω γεγονός καταδικάζεται σαν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, επομένως η ασυδοσία και η αυθαιρεσία τέτοιων κυβερνήσεων οφείλει να αναχαιτιστεί άμεσα από όλους τους παγκόσμιους φορείς και δεν αντισταθμίζεται με τίποτε άλλο εκτός από την αποκατάσταση της ισοπολιτείας, της κάθε μορφής ελευθερίας του ανθρώπου και κατ’επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απαιτούμε την άμεση άρση των απάνθρωπων και αντιδημοκρατικών επιχειρήσεων της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας Κογκό, επιστροφή και αποκατάσταση των εκτοπισθέντων, στήριξη των κακοποιημένων μαζών, αποκατάσταση και εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και υιοθέτηση μη μισαλλόδοξων και μεροληπτικών πολιτικών που να γεφυρώνουν τυχόν κενά - που ενδεχομένως στο παρελθόν να επέφερναν ρήξεις σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις- .Θα ήταν ευχής έργο αν όλα αυτά τα ευκταία οράματα για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία τελεσφορούσαν το συντομότερο δυνατό, για να εδραιώσουν την αειφόρο ανάπτυξη όχι μόνο με υπό το περιβαλλοντικό πρίσμα αλλά και από την πανανθρώπινη σκοπιά.


Πηγή: http://edition.cnn.com/2009/WORLD/africa/07/25/congo.conflict.refugees/index.html?section=cnn_latest

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Καλωσόρισμα

Αγαπητοί φίλοι γειά σας,

Σαν φοιτητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας μα πάνω απ'ολα σαν ενεργός και ευαισθητοποιημένος πολίτης - με πολλούς προβληματισμούς για τα ποικίλα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο - σας προσκαλώ να αναπτύξουμε διαδραστικούς δεσμούς μέσ'από τους οποίους θα καταστεί δυνατή η ανάπτυξη επικοινωνίας με γνώμονα πάντα τη δημοκρατική εκφορά απόψεων πάνω σε συγκεκριμένα θέματα που προβληματίζουν και απασχολούν σε ευρεία κλίμακα. Δεν νοείται πλουραλισμός και πολυφωνία χωρίς την ελεύθερη και αμερόληπτη ύπαρξη πολλών απόψεων, ούτως ώστε να προβληματίζουν και να ταρακουνούν τις 'εφησυχασμένες και υπνώττουσες συνειδήσεις' που επαναπαύονται εύκολα και γίνονται άμεσα θύματα σύγχρονων μορφών προπαγάνδας και ωχαδερφισμού. Σας προσκαλώ λοιπόν να συμμετάσχετε και εσείς ενεργά στο ιστολόγιό μου, για να γίνετε και εσείς ''κοινωνοί'' και αρωγοί στο δημοκρατικό αυτό εγχείρημά μου.

Το Κυπριακό πρόβλημα και το Ψευδοκράτος μέσ' από το φακό των Μ.Μ.Ε.

Ενώ οι Τούρκοι έχουν εισβάλει στις πόλεις και στα χωριά μας, εμείς μπορούμε με τη σειρά μας να εισβάλουμε στο πνευματικό νόημα του τόπου μας και της συνείδησής μας, και να συλλάβουμε το βάθος των πραγμάτων. Με λίγα λόγια αυτό που μας συνέχει και μας συγκροτεί σ’αυτόν τον χώρο πνευματικά είναι , νομίζω τελικά, η βαθιά νοσταλγία, ο νόστος που μας δένει ως ο ομφάλιος λώρος με τη ρίζα μας και τον πυρήνα της ύπαρξής μας σ’αυτόν το χώρο: Εκείνο που ίσχυε και για τον Ομηρικό Οδυσσέα που ήθελε να ιδεί «καπνόν αποθρώσκοντα».’[1]

Πράγματι, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά από το χρονικό της ανείπωτης τραγωδίας της Μεγαλονήσου, ο διακαής νόστος και ο άσβεστος πόθος για ανάκτηση των πατρογονικών εστιών φαντάζει εις αεί στη συνειδήση του κάθε Ελληνοκύπριου. Εύστοχα, ο μεγαλοπρεπής Κύπριος ποιητής επισημαίνει την άρρηκτη σχέση αυτού του νόστου με την πνευματική μας κληρονομιά και παράδοση, που ομολογουμένως είναι αυτό που κρατά τη φλόγα της ελπίδας για επιστροφή διαρκώς αναμμένη. Οι θύμησες λοιπόν που με παρρησία κουβαλά ο κάθε Κύπριος από την κατεχόμενη γή είναι δυναμικά συνυφασμένες με την νοσταλγία, την υπέρτατη αγάπη που διέπει τον καθένα μας για τον τόπο του. Αναντίρρητα, η καταφανής στέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας, η προκλητική και αδυσώπητη πνευματική και πολιτιστική λεηλασία που θεωρείται ως δεδομένο απότοκο της βάρβαρης και κτηνώδους στάσης του Αττίλα έναντι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς αλλά και η απαράδεκτη καταπάτηση πληθώρας άλλων στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που απορρέουν από την επεκτατική και υπεροπτική πολιτική που ανέκαθεν επιδείκνυε η τουρκική πλευρά, αποτελούν δείγματα μιας παράδοξης, αντιφατικής και οξύμορης κατάστασης πραγμάτων, που για χρόνια τώρα συγκλονίζει και προβληματίζει σε παγκόσμια μάλιστα κλίμακα. Ενώ η Κύπρος βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια κάτω από την ομπρέλα και την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του Ο.Η.Ε. των οποίων ο καταστατικός χάρτης κατωχυρώνει όλα τα διακαιώματα και τις ελευθερίες, τον ακρογωνιαίο δηλαδή λίθο για κάθε σύγχρονο, πολιτισμένο και δημοκρατικό κράτος, η Κύπρος αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα, δεδομένης της εξόφθαλμης στέρησης του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης των Κύπριων πολιτών σε όλο το εύρος του νησιού, της συνεχούς κατακράτησης των περιουσιών, της παράνομης ύπαρξης κατοχικού στρατού, της στέρησης του δικαιώματος των συγγενών των αγνοουμένων να γνωρίζουν την τύχη των αγνοούμενων συγγενών τους αλλά και της ανεπανόρθωτης λεηλάτησης των πολιτιστικών μας μνημείων και του φυσικού πλούτου, που προηγουμένως αποτελούσαν το καύχημα αλλά και το σημείο αναφοράς του συναπαντήματος της Δύσης με την Ανατολή. Τώρα, αυτή η ένδοξη, χαμένη όμως πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, ο πολιτισμός μας που κάποτε μεσουρανούσε, η τιμημένη γη που αποτελούσε το μηλον της Έριδος για τους αρχαίους μας κατακτητές αντικατωπτρίζεται πλέον εικονικά και κοσμεί τις βιτρίνες του Βρετανικού Μουσείου, του Μουσείου του Λούβρου καθώς και πλειάδας άλλων παγκόσμιων μουσείων και πολιτιστικών κέντρων. Το λύκνο του Κυπριακού πολιτισμού φαντάζει να είναι λαβωμένο και αφημένο στο έλεος μιας νεκράς περιόδου, στην οποία τίποτε δεν κατόρθωσε να ευδοκιμήσει, να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί είτε πολιτιστικά, οικονομικά, πνευματικά, περιβαλλοντικά ή ανθρωπιστικά.
Η μεταπολεμική περίοδος σε συνδυασμό με την πάροδο του χρόνου, αναντίλεκτα επέφερε και την μερική επούλωση των πληγών της τραγικής αυτής πτυχής της ιστορίας του τόπου μας, με εύλογα απότοκα την οικονομική ευμάρια και κοινωνική ευημερία, τον πνευματικό εφησυχασμό και προεκτείνοντας ακόμα πιο ακραία το ζήτημα αυτό, θα σημείωνα μεταξύ άλλων και τον ωχαδερφισμό και την παχυδερμία, την κοινωνική αποξένωση και αποστασιοποίηση από τα κοινά και το πνευματικό γίγνεσθαι. Πώς όμως αλήθεια, η συνείδησή μας μπορεί να εφησυχάζεται και να επαναπαύεται την στιγμή που το 37% της επιφάνειας του νησιού μας κατέχεται και επανδρώνεται συνεχώς με στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και πληθυσμό με απώτερο σκοπό να αλλάξει ο δημογραφικός χαρακτήρας των κατεχομένων; Πέρα όμως από αυτή την πτυχή, πρέπει να μας προβληματίσει και να μας κινητοποιήσει άμεσα μια άλλη βαρυσήμαντη παράμετρος, εξίσου σημαντική και σπουδαία, που αποτελεί συνάμα και τον βασικό μηχανισμό του εχθρού στην επίτευξη των ‘εθνικών’ του στόχων, που δεν είναι άλλος από την αναγνώριση της ουτω καλούμενης Τουρικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, που αποβλέπει πρωτίστως στην δημιουργία μιας επικοδομιτικής εξωτερικής πολιτικής και καρποφόρων διεθνών σχέσεων, παράλληλα με την πλήξη και υπόσκαψη του κύρους της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προηγούμενη ερώτηση εύστοχα χρήζει επανάληψης και σ’αυτό το σημείο: Πώς δύναται να νιώθουμε εφησυχασμένοι την στιγμή που στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου καθώς και σε άλλα καίρια και περίοπτα σημεία μεγαλουπόλεων φαντάζει παντοιοτρόπως ο εφιάλτης του ψευδοκράτους με στρατηγικά επικοινωνιακά τρίκς και σλόγκανς όπως ‘Κοπιάστε στη Βόρεια Κύπρο!’, ‘Βόρεια Κύπρος. Ένας προορισμός για όλο το χρόνο’, αλλά και σε δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας The Sun με τίτλο ‘CypRUSH for a bargain break’, αποσκοπώντας εμφανέστατα στο να θέσει σε δράση τους βρετανούς παραθεριστές να επισκεφτούν το συντομότερο δυνατο την Βόρεια Κύπρο, παραθέτωντας βέβαια και επιχειρήματα.Τέτοια είδη προπαγάνδας δεν περιορίζονται μόνο στις τοιχοκολλημένες υπαίθριες διαφημίσεις αλλά επεκτείνονται ευρύτερα και σε άλλα δημοφιλή και δυναμικά μαζικά μέσα όπως φυσικά το διαδίκτυο, τον τύπο και την δορυφορική κυρίως τηλεόραση. Όπως έχω ήδη αναφέρει, στις μέρες μας γίνεται μια καλά οργανωμένη και στρατηγική προσπάθεια αναγνώρισης του ψευδοκράτους με βασικό πυλώνα την άσκηση προπαγάνδας ιδιαίτερα σε διεθνές επίπεδο αλλά και την προβολή ποικίλων διαφημίσεων σε διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, εφημερίδων κ.τ.λ. κατα κύριο λόγο για την προβολή του ψευδοκράτους και κατ’επέκταση την καθιέρωση της οντότητας και του κύρους του στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη. Το παράδοξο και ανησυχητικό για την πλευρά μας είναι ότι ενώ παλαιότερα η Τουρκική πλευρά ήταν ο κύριος αυτουργός τέτοιων πράξεων, σταδιακά, κυρίως όμως με την διαπλοκή συμφερόντων διαφόρων χωρών και συνεπώς με τον παραγκωνισμό και τη θυσία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο βωμό της αποκόμισης κέρδους, εμπλέκονται ολοένα και περισσότερες διεθνείς πολιτικές δυνάμεις- αρωγοί στην προσπάθεια για προβολή και προπαγάνδα υπέρ των κατοχικών δυνάμεων που τις πλείστες φορές, εκτός από την απλή διαφώτιση και διαφήμιση των κατεχομένων, προβαίνουν φανερά και σε σειρά προκλητικών ιστορικών αναφορών με βασική επιδείωξη την αλλοίωση της ιστορίας του τόπου μας και αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Προσωπικά, θα ήθελα να εστιαστώ στο άρθρο της Αγγλίδας δημοσιογράφου της εφημερίδας The Sun, Σόφης Μάνσελ, με τίτλο ‘Cyprush for a bargain break’ που έπεσε στην αντίληψή μου στις 13 Σεπτεμβρίου 2008. Το εν λόγω άρθρο παρέθετε εκτενή αναφορά για ένα χωριό-θέρετρο κοντά στο λιμανάκι της Κερύνειας, συγκεκριμένα, υπογράμμιζε λεπτομερώς τα θέλγητρα του θέρετρου με όλες τις διαθέσιμες για τους τουρίστες υπηρεσίες. Στη συνέχεια γίνεται ιδιέταιρη μνεία για άλλα παραπλήσια θαλάσσια θέρετρα, για το λιμανάκι της Κερύνειας, το αββαείο του Μπέλλαπαϊς, το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, τη χερσόνησο της Καρπασίας και για την εγχώρια πανίδα και συγκεκριμένα για τις χελώνες της ‘Βόρειας Κύπρου’. (2) Σαν κατακλείδα, η δημοσιογράφος προτρέπει το αναγνωστικό κοινό να μην παραλείψει να επισκεπτεί τα κατεχόμενα μέρη όσο αυτό μπορεί, καθώς δε θα αργήσει ο τουρισμός να χτυπήσει αυτό το ιδιαίτερο μέρος, υπονοώντας ότι με την πάροδο του χρόνου το βόρειο τμήμα της Κύπρου θα γίνει ακόμα πιο δημοφιλές. Το άρθρο αυτό συνοδέυεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που εικονίζει σαγηνευτικά τοπία όπως το ιδυλλιακό λιμανάκι και κάστρο της Κερύνειας, παραλίες και ακτές της επαρχίας Κερύνειας. Πραγματικά συγκλονιστικό, στην συνείδηση του κάθε Ελληνοκύπριου, το εν λόγω άρθρο αντανακλά κάτι που πλέον δεν αποτελεί άτεγκτη γενίκευση, το ότι δηλαδή πλέον ο ξένος παράγοντας έχει νομιμοποιήσει για τα καλά το ψευδοκράτος, τουλάχιστο σε οικονομικό επίπεδο, αφού επίσημα δεν αναγνωρίζει το ψευδοκράτος σαν επίσημη κρατική οντότητα.



[1] Παιονίδης, Πανίκος, Κύπρος νυν και αεί (Λευκωσία: Ομοσπονδία Κυπριακών Εκδόσεων, 1990), σελ. 142.

[2] Μάνσελ, Σόφι, Cyprush for a bargain break, (http://www.thesun.co.uk/sol/homepage/travel/article1683040.ece).

Κυπριακό Πρόβλημα. Σκέψεις και Προβληματισμοί.

«Μιλούμε για την Κύπρο, για τον καημό και την τύψη του Ελληνισμού. Για το χρέος των Ελλήνων. Μιλούμε για την ταπείνωση την οποία ο Ελληνισμός υπέστη το 1974 και κατ’εξακολούθηση έκτοτε υφίσταται. Μιαν εθνική ταπείνωση που δυστυχώς δεν έχει συνειδητοποιηθεί από τον Ελληνισμό. Είναι ολοφάνερο ότι η ουσία του Κυπριακού προβλήματος δεν είναι, όπως ψευδώς ονομάζεται από έμας τους ίδιους, πρόβλημα πολιτικό, αλλά πρόβλημα τουρκικής εισβολής και τουρκικής κατοχής. Και σαν τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.»
Στέλιος Παπαθεμελής.[1]

Πράγματι, τριάντα πέντε χρόνια μετά το χρονικό της ανείπωτης τραγωδίας του κυπριακού ελληνισμού, της Κυπριακής κρίσης ή του Κυπριακού προβλήματος όπως πολλάκοις είθισται να αποκαλείται, το πρόβλημα αποτελεί ένα από τα μείζονα ζητήματα του Ελληνισμού καθώς και ένα από τα κρισιμότερα θέματα της ημερήσιας διάταξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε εθνικό όμως επίπεδο, όπως σωστά τονίζει ο Έλληνας βουλευτής, Στέλιος Παπαθεμελής το εν λόγω πρόβλημα που αενάως ταλανίζει τον ελληνισμό άπτεται άμεσα της εθνικής μας αξιοπρέπειας, υπόστασης, ακεραιότητας και σεβασμού στη γεωγραφική πρωτίστως επικράτεια που ανήκουμε και κατ’επέκταση στην παγκόσμια κοινή γνώμη και στο ιστορικο μας γίγνεσθαι. Μιλάμε λοιπόν για εθνική ταπείνωση και υποτέλεια. Ο αντίποδας, με λαβή την αχίλλειο μας πτέρνα, το προδοτικό πραξικόπημα, την ένδοθεν διάσπαση του ελληνισμού σε συνδυασμό με ευτελή και αβάσιμα προσχήματα όπως αυτό της διάσωσης και προστασίας των Τουρκοκυπρίων εισέβαλε προκλητικά αλλά και απρόσκοπτα στο νησί μας καταλαμβάνοντας το 37% της επιφάνειάς του. Το γεγονός αυτό είχε ως απότοκα την βάναυση κακοποίηση γυναικόπαιδων αλλά και άλλων ευαίσθητων ομάδων πληθυσμού, την προσφυγοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και κατ’επέκταση την απώλεια των περιουσιών των. Επιπρόσθετα, εξίσου σημαντικά στοιχεία που απορρέουν από την τραγωδία του 1974 αποτελούν η συνειδητά άσεμνη λεηλάτηση και αδυσώπητη καταστροφή των ελληνοκυπριακών περιουσιών, πολιτιστικών μνημείων, εκκλησιών, αξιοθέατων εξέχουσας σημασίας, τα οποία εκ των υστέρων χρησιμοποιήθηκαν σαν λάφυρα και πωλήθηκαν σε μουσεία και πολιτιστικά ιδρύματα του εξωτερικού ή σε ιδιώτες. Ακόμη, εκκλησίες που αποτελούσαν ιερά, σύμβολα της αγνής ορθόδοξης πίστης και δείγματα μιας απαράμιλλης πολιτιστικής κληρονομιάς μετατράπηκαν είτε σε τζαμιά ή έτη χειροτερα σε σταύλους ζώων. Η διάσταση του δράματος δεν περιορίζεται μόνο σε πολιτιστικο επίπεδο, επεκτείνεται αντίθετα και στις πτυχές του ανθρώπινου-πανανθρώπινου τομέα καθότι αρχικά 1619 αγνοούμενοι αποτελούσαν ένα επιμέρους βαρυσήμαντο ζήτημα της σκοτεινής πλευράς της κυπριακής τραγωδίας που σημάδεψε τον τόπο μας. Είναι συνάμα και ένα ζήτημα πανανθρώπινο καθότι οι ατελεύτητες προσπάθειες για εξακρίβωση της τύχης αυτών των ατόμων σε συνάρτηση με στοιχεία που ανευρέθησαν πρόσφατα συγκλόνισαν σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια κοινή γνώμη. Οι εγκλωβισμένοι μας, η ελληνική εκείνη μειοψηφία του βόρειου τμήματος της Κύπρου που διαχρονικά δεινοπαθεί υπό την απάνθρωπη και απαράδεκτη μεταχείρηση της κατοχικής διοίκησης, επεδίωκε και πάντα απέβλεπε στον όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό διατήρησης της ελληνικότητας αυτής της μειονότητας, πρωτίστως μέσω της παιδείας. Η προσπάθεια ωστόσο αφελληνισμού από πλευράς της κυβέρνησης του ψευδοκράτους, δεν επέφερε άμεσα καρπούς και δεν έκαμψε ολοκληρωτικά την αντίσταση και την εντατική προσπάθεια μόρφωσης και παιδαγώγησης των αυτόχθωνων κατοίκων, όπως αυτή που επέδειξε η Ελένη Φωκά. Ωστόσο, τα κωλύματα και οι αντιξοότητες φαντάζουν εξώφθαλμα εξαιρετικά έντονα και εμφατικά σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση του ελληνοκυπριακού στοιχείου στα κατεχόμενα, με την ολοένα και περισσότερη μετακίνηση πληθυσμών από το βορρά στο νότο.
Η τουρκική εισβολή αναπόδραστα επέφερε εξαιρετικά δυσμενή πλήγματα στον τομέα της οικονομίας, της βιομηχανίας και του τουρισμού. Εφόσον χιλιάδες πολίτες, επιχειρηματίες, βιομήχανοι και καιφαλαιούχοι απώλεσαν μόνιμα τις περιουσίες τους, τα ακίνητά τους, τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους νοείται ότι απώλεσαν και όλα τους τα κέρδη που νόμιμα αποκόμισαν, την αξία της γής τους, τα κεφάλαια τους και γενικά κάθε οικονομικό πόρο που διέθεταν και τους προσέδιδε κέρδος. Η οικονομία του τόπου μας πλήγηκε ανεπανόρθωτα, καθώς οι αποζημιώσεις που έπρεπε να χορηγηθούν στους πρόσφυγες ήταν ανυπολόγιστης αξίας, ενώ έχρηζε άμεσης ανάγκης η ανέγερση οικιών ή οικισμών για τους πρόσφυγες, διεθνούς αεροδρομίου, κυβερνητικών κτιρίων, δρόμων, υποδομές και έργα που θα είχαν άμεσο αντίκτυπο στην ανασύνταξη της τότε μοιρασμένης και βαριά λαβωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, με δεδομένη τη νέα κατάσταση πραγμάτων που είχε δημιουργηθεί.
Καθόλου αμελητέα παράμετρος της τραγωδιας δεν είναι αυτή που άπτεται των ψυχολογικών επιδράσεων στον επηρεαζόμενο κυπριακό λαό, είτε προσφυγοποιημένο είτε όχι. Εκτός από την οδύνη που προκλήθηκε μεταξύ άλλων από τη φυσική διαίρεση του νησιού, την άδικη καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων και το σφετερισμό των νόμιμων περιουσιών των, η τουρκική εισβολή αναντίρρητα στιγμάτισε ψυχολογικά τον κυπριακό και όχι μόνο ελληνισμό, αφήνοντάς του εύλογα ένα βαθύ μεταπολεμικό τραύμα και αποτυπώνοντάς του πικρές μνήμες αλλά και μια μισαλλόδοξη ως προς την τουρκική φυλή αντίληψη.
Ελέω των πιο πάνω παραμέτρων, δεν μπορούμε να θεωρούμε το Κυπριακό πρόβλημα απλά ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο πολιτικό ζήτημα το οπόιο εμπεριέχει δύο εθνότητες σε διένεξη, αλλά οφείλουμε να το εξετάζουμε και να το προσεγγίζουμε σαν ένα πρόβλημα μιας παράνομης και καταδικασταίας τουρκικής εισβολής, μιας παράδοξης και ταυτόχρονα οξύμορα αντικακαταστατικής πραγματικότητας σε ο,τι αφορά τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε., δεδομένου ότι η Κύπρος κατοχυρώνεται πλήρως από τα δικαιώματα που απορρέουν από τον καταστατικό χάρτη του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε., όντας μέλος του διεθνούς οργανισμού και της πλέον διευρημένης ευρωπαϊκής οικογένειας, πλην όμως δεν εφαρμόζονται ολότελα ή υπολογίζονται επιδερμικά. Οι προσπάθειες για λύση του Κυπριακού από το Καλοκαίρι του 1974 ήσαν ατέρμονες ενώ ο ακρωγονιαίος λίθος και το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος ανέκαθεν θεωρούνταν οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες των εκάστοτε προέδρων των δύο κοινοτήτων, απ’ευθείας δηλαδή διάλογος χωρίς καμία επιδιαιτησία που όμως μέχρι και σήμερα ουδέποτε τελεσφόρησε. Η πρώτη απόπειρα εξεύρεσης λύσης σημειώθηκε το Νοέμβριο του 1974, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα- συμπεριλαμβανομένου και της Τουρκίας – το ψήφισμα 3212, που ουσιαστικά θεμελίωνε το μοτίβο της λύσης του κυπριακού προβλήματος. Στις βασικές πρόνοιες του το ψήφισμα αξίωνε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο, το σεβασμό της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον τερματισμό της ανάμιξης στις εσωτερικές της υποθέσεις και τη λήψη άμεσων μέτρων για την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους κάτω από συνθήκες ασφάλειας. Τις αρχές και αξίες αυτού του πολυσήμαντου ψηφίσματος θέτουμε σαν θεμέλιο λίθο και βάση μέχρι και σήμερα στην οικοδόμηση των διακοινοτικών συνομιλιών, την απαρχή των οποίων σηματοδότησαν οι Μακάριος-Ντεκτάς με την συμφωνία υψηλού επιπέδου που υπογράφτηκε τον Μάρτιο του 1977 στη Βιέννη, ενώ σήμερα στις συνομιλίες αυτές εμπλέκονται οι νυν προέδροι των δύο κοινοτήτων, οι Δημήτρης Χριστόφιας που αντιπροσωπεύει την Κυπριακή Δημοκρατία και Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, εκπρόσωπος του ψευδοκράτους. Η άτεγκτη, αδιάλλακτη και άκαμπτη στάση της Τουρκικής κυβέρνησης που εξωκατευθύνει και καθορίζει τη στάση της ‘θυγατρικής’ τουρκοκυπριακής πλευράς καταφαίνεται να λειτουργεί σαν βασική τροχοπέδη στη δημιουργία προϋποθέσεων για επίλυση του προβλήματος. Επιπρόσθετα σ’άυτό, ο ξένος παράγοντας, κατέχοντας πάντα το ρόλο τρίτου, παρόλες τις επιφανειακές προσπάθειες που ανέκαθεν κατέβαλλε, λόγω της μη αποκόμισης συμφερόντων από το Κυπριακό, όχι μόνο δεν κατάφερε να διαδραματίσει λυσιτελή και επουσιώδη ρόλο στο όλο σκηνικό, αντίθετα περιέπλεξε περισσότερο τις εξελίξεις, αψηφώντας τα τετελεσμένα του τούρκου εισβολέα και στο όνομα της επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων ζητά από την ελληνοκυπριακή πλευρά να επιδείξει καλή θέληση και να υποχωρήσει τη στιγμή που αυτό αναιρείται οφθαλμοφανέστατα από την τουρκική πλευρά, όχι μόνο σε ο,τι αφορά στάση και συμπεριφορά αλλά και σε σεβασμό στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, ασυνέπεια απέναντι σε κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεδομένης της συνεχούς ύπαρξης τουρκικών στρατευμάτων και εποίκων, στοιχεία που αναμφισβήτητα δυσχεραίνουν άρδην την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού.
Όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν τους βασικούς πυλώνες που συγκροτούν το Κυπριακό Πρόβλημα από τη μέρα που αυτό προέκυψε μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, σ’αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα καθορισμού του βαθμού ποιότητας των καρπών των διαδικασιών επίλυσης είναι σχετικά μεγάλη από το λαό των δύο κοινοτήτων, τίποτα δεν είναι σαφές ή ξεκάθαρο, καθότι είναι νωρίς ακόμη να κριθεί ό,τιδήποτε αφού εκκρεμεί ακόμη η συμπλήρωση όλων των κομματιών του ‘‘πάζλ’’ που θα οδηγήσει σε μια ολότελα δίκαιη και βιώσιμη επανένωση του νησιού. Η συνεχής σκλήρυνση της στάσης της Τουρκίας σε συνάρτηση με τις ανηλεείς αρνητικές και προκλητικές θέσεις, αξιώσεις και απειλές της βάσει των διαχρονικών επεκτατικών της βλέψεων αποθαρρύνουν και καθιστούν δυσοίωνη κάθε προοπτική προς την ιδανική προαναφερθείσα λύση. Είναι πασιφανές πως εκ των πραγμάτων, τα τεκταινόμενα δυσαρεστούν την πλειονότητα της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας, αφού η Τουρκία εξωκατευθύνει τη μορφή της λύσης προς το μοντέλο της συνομοσπονδίας, κάτι που είναι απευκταίο από τη δική μας πλευρά και σε καμιά περίπτωση δεν πραγματεύεται. Η τύχη λοιπόν του Κυπριακού, με το χαρακτήρα που έχει διαμορφώσει σήμερα επαφίεται πρωτίστως σε ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν όλους τους εμπλεκόμενους.
Αρχίζοντας από την πλευρά του αντίποδα, εκ των ων ουκ άνευ επιβάλλεται να αποσύρει πρώτα απ’όλα όλα τα κατοχικά στρατεύματα από τα κατεχόμενα εδάφη και να επινοήσει στρατηγική πολιτική για μετακίνηση των εποίκων από το νησί. Άλλη βαρυσήμαντη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψην είναι η παύση του επεμβατισμού από πλευράς Τουρκικής Κυβέρνησης σε όποιαδήποτε διαδικασία που αφορά το Κυπριακό. Παράλληλα, όπως σωστά επιχειρείται σήμερα, πρέπει πάση θυσία η Τουρκία να πειστεί ότι είναι προς το συμφέρον της να συμπορευτεί με την ελληνοκυπριακή πλευρά με βασικό άξονα την εγκαινίαση μιας πιο ανοικτόμυαλης πολιτικής που ν’ αποβλέπει και να κλίνει σε ενωτικού και όχι διχοτομικού ή διζωνικού χαρακτήρα λύση. Εξάλλου βάσει των συμφωνηθέντων Ταλάτ-Χριστόφια πηγάζει η εγκαθίδρυση ενός κράτους ισοπολιτείας με μια κυριαρχία και ιθαγένεια.
Επίσης η εκάστοτε κυπριακή κυβέρνηση θα πρέπει να θεμελιώσει συγκεκριμένη, συγκροτημένη και ενιαία κοινή πολιτική ή στρατηγική στο Κυπριακό. Ενόψει επίσης της πολυπλοκότητας και των ιδιαιτεροτήτων των ποικίλων πτυχών του προβλήματος που σφυρηλατεί αναπόδραστα ένα φαύλο κύκλο, είναι επιβεβλημένος ο συντονισμός και ο προγραμματισμός τόσο σε εθνικό επίπεδο, με την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων από πλευράς της ολομέλειας του Εθνικού Συμβουλίου όσο και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, με την άμεση συνεργασία και συνεννόηση κατά κύριο λόγο με την Αθήνα, την ελληνική δηλαδή κυβέρνηση, αλλά και με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Η πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Χριστόφια στο Βατικανό με τον προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και με τον Ιταλό Πρωθυπουργό, Σίλβιο Μπερλουσκόνι επιβεβαίωσε την προσπάθεια ενδυνάμωσης διακρατικών σχέσεων καθώς και επίτευξης μιας πολύπλευρης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της ξένης κοινής γνώμης όσον αφορά ένα σύγχρονο και λεπτό πολιτικό πρόβλημα όπως αυτό της Κύπρου. Ωστόσο, κλείνοντας, στρέφομαι και πάλιν πίσω στην προμετωπίδα του προλόγου και στα λόγια του Έλληνα βουλευτή, Στέλιου Παπαθεμελή που τονίζει ευθαρσώς ότι το πρόβλημα της Κύπρου συνιστά πρόβλημα τουρκικής εισβολής και κατοχής, μιας εξόφθαλμης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που με καμιά προπαγάνδα ή επικοινωνιακό κόλπο δεν μπορεί να συγκαλυφτεί ή να επισκιαστεί. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι «ο αγώνας της Κύπρου δεν είναι αγώνας συνθημάτων ή κομματικών ανταγωνισμών, αλλά ενας δίκαιος αγώνας για την επιβίωση ενός ιστορικού λαού, με εθνική μνήμη και παράδοση και ενός χώρου που τον καθιέγιασαν με το αίμα, τα ολοκαυτώματα και τη θυσία τους οι αγωνιστές και εθνομάρτυρες της ελευθερίας, αυτοί που έδωσαν το αίμα τους για να θεμελιωθεί η ανεξαρτησία και ελευθερία της Κύπρου. Η ειρηνική μάχη για τη σωτηρία της Κύπρου πρέπει να δίνεται σ’όλα τα επίπεδα, από ένα λαό ενωμένο και συμφιλιωμένο που έχει επίγνωση του τι επιδιώκει και πιστεύει σάυτό το οποίο αγωνίζεται».

[1] Διάφοροι Συγγραφείς (2002). Αντίσταση ή Υποταγή, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη.