Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Η απογοήτευση του Ταλάτ , τα ουτοπικά και ρεαλιστικά σημεία.

Διαβάζοντας πρόσφατα την συνέντευξη του τουρκοκυπριακού ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στην εφημερίδα Πολίτης από τον Μακάριο Δρουσιώτη, καθίσταται ξεκάθαρη η τουρκοκυπριακή θεώρηση της παρούσης κατάστασης πραγμάτων σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Όλοι και όλα μιλούν για την προσεχή λύση η οποία θα προκύψει - βάσει των εκτιμήσεων του κατοχικού ηγέτη - αν όχι τον ερχόμενο Φεβρουάριο, τον Απρίλιο του νέου χρόνου, με τη μορφή ενός «κυπριακού» δημοψηφίσματος. Ο παράγοντας χρόνος επισημαίνεται έντονα στα λεγόμενα του συνεντευξιαζόμενου ο οποίος καθιστά σαφές ότι επείγει η εξεύρεση λύσης και η κορύφωση των ατέρμονων διαπραγματεύσεων που έχουν κουράσει τόσο τους ίδιους τους συνομιλητές όσο και τον κόσμο. Η αναγκαιότητα αυτή για γρήγορη λύση συνδέεται άμεσα με τις επικείμενες εκλογές στα κατεχόμενα καθώς και με την πάροδο της προεδρικής θητείας του Δημήτρη Χριστόφια. Η πρόσφατη αιφνίδια επίσκεψή του κατοχικού ηγέτη στην Τουρκία ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια διαβούλευσης ενώ αναμένει πρώτα από την ελληνοκυπριακή πλευρά να επιδείξει θετική στάση για να αποκαλύψει εκ των υστέρων τις νέες προτάσεις και ιδέες που έχει στην ατζέντα της η τουρκοκυπριακή πλευρά. Επιπρόσθετα, εκφράζει έντονο ευρωσκεπτικισμό, θεωρώντας την Ε.Ε. σαν ένα αδύναμο και ανίσχυρο οργανισμό σε ό,τι αφορά την εξωτερική της πολιτική και τη συνταγματική της δυναμική σε αντίθεση με την οικονομική της πολιτική και ισχύ που τη θεωρεί μακράν πιο αξιόπιστη. Όσον αφορά το σενάριο περιορισμού των επεμβατικών δικαιωμάτων στα συνιστώντα κρατίδια δηλώνει ευθαρσώς ότι μπορεί να αποτελέσει πιθανή αιτία διχοτόμησης στο μέλλον, ενώ δέχεται την αλληλεξάρτηση του τριγώνου Ελλάδα – Τουρκία – Κύπρος. Για το θέμα των εποίκων ισχυρίζεται πως αδίκως δαιμονοποιείται με την παρουσίαση διογκωμένων αριθμών εποίκων και της αύξησης των έποικων εργατών που πρόσφατα πήραν άδεια εργασίας, κατατάσσοντας τους τελευταίους σε μη πολίτες της ομόσπονδης Κύπρου και εφησυχάζοντας την κοινή γνώμη πως η ισχύουσα νομοθεσία του ψευδοκράτους αλλά και οι ίδιοι οι εργάτες δεν ευνοούν την πολιτογράφησή τους σε πολίτες της ούτω καλούμενης ΤΔΒΚ. Για τον συνδιαπραγματευτή του, παρόλο που αναγνωρίζει την ακλόνητη πίστη του για εξεύρεση λύσης εντούτοις, μίλησε για ένα συγκεκριμένο περιστατικό που παραπέμπει άμεσα σε πισώπλατη μαχαιριά, εκφράζοντας έντονη δυσαρέσκεια και πικρία, δεδομένης της έκθεσής του στην διεθνή κοινή γνώμη.
Προσέχοντας επισταμένα τις απαντήσεις του κου Τατάτ, παρατηρούμε ότι εν μέρει εμπεριέχουν αφενός ρεαλιστικό και ορθολογιστικό χαρακτήρα αφετέρου ουτοπική και ίσως προπαγανδιστική όψη εμποτισμένη με ποικίλες σκοπιμότητες. Η έννοια ‘‘ρεαλιστικές’’ απόψεις ή θέσεις δεν χρησιμοποιείται για να καλύψει την ικανοποίηση ή την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δικής μας πλευράς, αλλά για να υποδηλώσει ότι οι θέσεις είναι συμβατές τουλάχιστον με τις θεμελιώδεις αρχές της «συμφωνημένης λύσης» και με τις πραγματικότητες που τη συνθέτουν. Σωστά υπογραμμίζεται πως είναι αδύνατο να βρεθεί λύση με τα παρόντα δεδομένα μέχρι τον Ιανουάριο και ότι επίσης θα επισπευτούν οι διαδικασίες στο όνομα της εξεύρεσης γρήγορης λύσης. Αμφιβάλλω, όμως ότι ακόμη και ο Απρίλιος είναι το κατάλληλο χρονοδιάγραμμα για εξεύρεση λύσης. Αντιλαμβάνομαι ότι οι εκλογές στα κατεχόμενα είναι παράγοντας - μοχλός πίεσης για επιτάχυνση των προσπαθειών όμως πρέπει οι συνομιλίες πρέπει να γίνονται μεθοδικά και τακτικά για ουσιαστική τελεσφόρηση. Δεν πρέπει να διακόπτονται ή να αναβάλλονται σε καμιά περίπτωση για ασήμαντους λόγους και αυτό πρέπει να το λάβει καλά υπόψην ο κος Ταλάτ, ο οποίος προτίθεται στο εγγύς μέλλον να το πράξει δήθεν για προστασία των συνομιλιών. Παρόλο που η ροή των συναντήσεων πρέπει να είναι εντατική, δεν θα πρέπει να θυσιάζουμε το περιεχόμενο, την ουσία και τη σημασία των κεφαλαίων , προσπερνώντας σημεία για χάρη της επίσπευσης εξεύρεσης λύσης. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν κρίσιμα και επουσιώδη κεφάλαια που εκκρεμούν, όπως αυτό του περιουσιακού, που όπως σωστά εκτιμά ο Τ/Κ ηγέτης είναι ένα πολυδιάστατο θέμα προς διευθέτηση. Όσον αφορά το ρόλο που διαδραματίζει η Ε.Ε. στην εξωτερική πολιτική των κρατών, είναι φυσικό επακόλουθο να μέμφεται εναντίον της Ε.Ε. αφού είναι εξόφθαλμο πως η ευρωπαϊκή προοπτική επίλυσης του Κυπριακού δεν βολεύει τόσο τον ίδιο τον Τ/Κ ηγέτη όσο και τα συμφέροντα της Τουρκίας, όμως επισημαίνει ότι από την οικονομική της πολιτική και δυναμική παίρνει τα εύσημα. Και αυτό άκρως φυσιολογικό και καθόλου εξωλογικό να ακούγεται δεδομένου ότι ουκ ολίγα εκατομμύρια ευρώ αποκόμισε το ψευδοκράτος στα πλαίσια της λεγόμενης «απομόνωσης» των Τουρκοκυπρίων μετά την διεκπεραίωση του Δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν. Για τα επεμβατικά δικαιώματα καταφαίνεται να είναι άμεσα υποστηρικτής τους, καθιστώντας τα εκ των ουκ άνευ για το ομόσπονδο κράτος. Οι ιδέες του περί επεμβατικών δικαιωμάτων απορρέουν από το πνεύμα των Συμφωνιών Ζυρίχης- Λονδίνου που εκ των πραγμάτων κατέληξαν επιζήμιες και επιβλαβείς στην πορεία της Κυπριακής ιστορίας. Πώς όμως κε Ταλάτ, αφότου δεσμευτήκατε από κοινού με τον κο Χριστόφια για εξεύρεση λύση «από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους» επικαλείστε ξένα επεμβατικά δικαιώματα και επεμβάσεις που επαναλαμβάνω ότι ένα τέτοιο στάτους κβο επέφερε καταστροφικά τετελεσμένα. Όσο για το θέμα των εποίκων, είναι ψευδαίσθηση και στρουθοκαμηλισμός να παραβλέπουμε τα επακόλουθα που αφορούν τον εποικισμό και την διαχρονική προσπάθεια δημογραφικής αλλοίωσης των κατεχομένων. Επομένως, ο εφησυχασμός και η επισκίαση των κινδύνων που καραδοκούν από τον εποικισμό είναι επισφαλώς παραπλανητικά. Εν κατακλείδι, πριν εκδηλώσει την απογοήτευσή του απέναντι στον κο Χριστόφια για το συγκεκριμένο περιστατικό, θα έπρεπε να ασκήσει αυτοκριτική και να αναλογιστεί πόσες φορές αυτός απογοήτευσε με την οξύμωρη συμπεριφορά του – η οποία κατά κανόνα άλλα συμφωνεί στις δικοινοτικές συμφωνίες και άλλα διακηρύττει εκτός- εκτροχιάζοντας την πορεία των συνομιλιών και δημιουργώντας αρνητική και αποθαρρυντική ατμόσφαιρα.

Πηγή: Εφημερίδα Πολίτης, 06/12/2009, Σελίδα: 6.
http://www.politis-news.com/cgibin/hweb?-A=913601&-V=articles

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

«Κύπρος της αγάπης και του ονείρου;»

Η Κύπρος από την αρχαιότητα είναι συνυφασμένη με την έννοια της ομορφιάς και της αγάπης. Η αντίληψη αυτή τείνει να επικρατεί μέχρι και σήμερα – εξού και η γνωστή διαφημιστική καμπάνια που προβάλλει ο Κ.Ο.Τ. σε μεγάλα παγκόσμια τηλεοπτικά δίκτυα και άλλα Μ.Μ.Ε. με κεντρικό μήνυμα “Love Cyprus”- παραπέμποντας στην ιδέα ότι η Κύπρος είναι ένας αγνά φιλήσυχος και ασφαλής προορισμός όπου δεσπόζουν αισθήματα φιλοξενίας, φιλίας και αλληλεγγύης.
Σ’ ένα τόπο όμως όπου οι θάνατοι από τροχαία δυστυχήματα έχουν καταστεί σύνηθες φαινόμενο, οι δολοφονίες-σοκ για ευτελείς λόγους ίσως πιο αραιό φαινόμενο, οι «σφαγιασμοί» χούλιγκαν αξιοθρήνητο αλλά χιλιοειδωμένο φαινόμενο, το τιμητικό για τη χώρα μας αξίωμα αναιρείται και αναπόφευκτα καθίσταται σχήμα οξύμωρο.
Όσον αφορά το τελευταίο φαινόμενο και πριν γίνει οποιαδήποτε κριτική ανάλυση, θα πρέπει να αναλογιστούμε την κεντρομόλο δύναμη, το κοινωνικό δηλαδή υπόβαθρο που χαρακτηρίζει το πρόβλημα.
Αναμφίβολα, έπειτα από τα γνωστά τραγικά γεγονότα που επέφεραν τη φυσική διαίρεση του νησιού μας, νομοτελειακά οδήγησαν και σ’ έναν πρωτοφανή ιδεολογικό-πολιτικό διαχωρισμό του κυπριακού λαού. Συνεπώς, μιλούμε για ύπαρξη δύο διαφορετικών ιδεολογικών στρατοπέδων, διπολισμού που προφανώς αμφοτέρωθεν παραπέμπουν στην εποχή του Ψυχρού πολέμου, που κατά τραγικήν ειρωνεία έχει περάσει σχεδόν ανεπιστρεπτί στο πολιτικό μας γίγνεσθαι, στην Κύπρο όμως αυτός ο πόλεμος δεν λέει να κοπάσει.
Είναι γεγονός όμως ότι σαν Κύπριοι αρεσκόμαστε να επιδιδόμαστε σ’ αυτήν την ιδεολογική κόντρα, είτε γιατί διεγείρει και διατηρεί το ενδιαφέρον μας, είτε επειδή ενισχύει το αίσθημα του «ανήκειν», είτε επίσης επειδή δε θέλουμε να εξασθενήσει ποτέ η «μεγάλη» μας «ιδέα».
Είναι επιπρόσθετα πραγματικότητα ότι ακόμα και τα Μ.Μ.Ε. υιοθετούν αυτή την ιδεολογική αντιπαράθεση σαν βασική ιδέα σε σενάρια κωμικών κυρίως σειρών. Από το επίπλαστο όμως γυαλί της τηλεόρασής μας και τα είδωλα που αυτό εκπέμπει, ζωντανεύει από τη μια ο άκρατος εθνικισμός και σοβινισμός και από την άλλη ο υπερβολικός αντιεθνισμός και δήθεν «φιλοκομμουνισμός», αναμειγνύοντας και κατάλοιπα της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας, διαμορφώνοντας έτσι την διένεξη σε ιστορικο-πολιτική , γεγονός που λαμβάνει σάρκα και οστά στα γήπεδά μας με χρήση κωδικοποιημένων συμβόλων από τα αντίπαλα δέη – σβάστικες, σημαίες, πανό επενδυμένα με αντιπροσωπευτικά χρώματα, σχήματα κτλ. αναφέρονται στη δεξιά-εθνικιστική πτέρυγα ενώ σφυροδρέπανα, επαναστατικά σύμβολα, διφορούμενα αντεθνικά σλόγκαν αναφέρονται στην αριστερή πτέρυγα του κατά τα άλλα προοδευτικού σοβιετισμού – που εν τέλει αποκωδικοποιούνται με υπέρμετρη χρήση βίας, είτε φυσικής είτε λεκτικής. Αναλύοντας ψυχογραφικά τέτοιους ακραίους οπαδούς, διαπιστώνουμε ότι ασπάζονται και επικαλούνται αντιπροσωπευτικές προσωπικότητες του ιδεολογικού τους φρονήματος, ενώ όντας μέλη μιας τεράστιας μάζας και υπό την ενορχηστρωμένη προπαγάνδα που ασκείται από άτομα που βρίσκονται σε θέση ισχύος, εξωκατευθύνονται, χάνουν την ταυτότητά τους και γίνονται παθητικοί δέκτες.
Τ’ ανδραγαθήματα, εν πάση περιπτώσει αφενός για επίδειξη δήθεν «εθνισμού» και πατριωτισμού αφετέρου η μανιώδης περιφρόνηση της ελληνικότητας της Κύπρου από τη γενιά των Νεοκυπρίων δεν έχουν καμιά υπόσταση μέσα στα γήπεδα. Τον εθνισμό μας τον έχουν δείξει έμπρακτα οι πρόγονοί μας, με τον αγώνα, τις θυσίες και τα ολοκαυτώματά τους για την πραγμάτωση ενός κοινού εθνικού σκοπού. Είναι ντροπή λοιπόν να τους καπηλευόμαστε για να εξυπηρετούμε ιδιοτελείς σκοπούς και ταυτόχρονα αντί να προσηλωνόμαστε στον υφιστάμενο μας εθνικό αγώνα-γολγοθά να ερίζουμε υπό το πρίσμα της ανασκαφής του ιστορικού μας παρελθόντος και της αμφισβήτησης των εθνικών μας καταβολών.
Οι έχοντες ιστορική και εθνική συνείδηση είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται την εθνική τους προέλευση από την αρχέγονη εποχή, δεν την χρησιμοποιούν όμως σαν μέσο για να διακρίνουν τα έθνη σε ανώτερα και κατώτερα, ούτε για να επιδείξουν αποσχιστικές ή επεκτατικές βλέψεις . Όντας καλοί γνώστες της ιστορίας, χρησιμοποιούν την ικανότητά τους αυτή, πάντα με κριτικό φακό, αμερόληπτα και αβίαστα για να εξυγιάνουν και να προλάβουν τα λάθη του παρελθόντος και να προχωρήσουν ένα βήμα μπροστά, μη παραχαράσσοντας την ιστορική αλήθεια προς το συμφέρον της πλευράς τους, αλλά αναγνωρίζοντας τα ατοπήματα που ενδεχομένως να υπέπεσαν. Αναθεωρώντας και ιεραρχώντας ορθολογιστικά λοιπόν τις στάσεις μας, τις αντιλήψεις και τα πιστεύω μας θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε μια νέα εθνική υπέρβαση, την συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για εθνική συσπείρωση ειδικά τώρα που ο αγώνας για δικαίωση είναι άνισος. Σε μερικούς ίσως να φαίνεται εξωπραγματικό, όμως μόνο όφελος έχουμε να αποκομίσουμε, εξάλλου «εν τη ενώσει η ισχύς». Ας δικαιώσουμε την «Κύπρο της αγάπης και του ονείρου» ενωμένοι, εκπληρώνοντας το όνειρο.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Καινούρια Χρονιά...Καινούριες προσδοκίες

Είναι ολοφάνερο πως η ανατολή της νέας χρονιάς στα ανώτατα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα του τόπου μας σημαδεύτηκε με γεγονότα που διαμόρφωσαν εκ νέου μια ηλεκτρισμένη και φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ως γνωστόν, κύρια αιτία η πάγια αξίωση ομάδων φοιτητών για μείωση των διδάκτρων στα εν λόγω πανεπιστήμια. Αυτό όμως το ζήτημα θα πρέπει να επιλυθεί βάσει εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ των οργανομένων ομάδων πίεσης και της πολιτείας, ούτως ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή που θα επιφέρει ικανοποίηση και των δύο πλευρών. Η πολιτεία πρέπει να πεισθεί πως έχει πληθώρα λόγων για να ακούσει αυτά που έχει να πει ο φοιτητόκοσμος - ή αν θέλετε η νεολαία- και κατ’επέκταση να επενδύσει σ’ αυτήν. Η νεολαία, όντας η ραχοκοκαλιά της σημερινής κοινωνίας μας και δυστυχώς εκ των πραγμάτων κληροδόχος ενός ασταθούς παρόντος - με απεριόριστα δυσμενή συμπτώματα οικονομικής κρίσης, κοινωνικής και πολιτικής ασυνέπειας- καθώς και ενός αβέβαιου μέλλοντος – μη ξέροντας που θα οδηγήσουν όλα αυτά τα προαναφερόμενα φαινόμενα - θα πρέπει να βρίσκεται μονίμως στο επίκεντρο της κρατικής μέριμνας, η οποία θα πρέπει να σταθεί ουσιαστικός αρωγός στο πλευρό των νέων χωρίς καιροσκοπισμούς και καμία υστεροβουλία. Ωστόσο η παιδεία, αναμφίβολα είναι η μόνη ασφαλιστική δικλείδα και καίρια απάντηση σε κάθε σύγχρονο πρόβλημα, και ως τέτοιο θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψην από κάθε φορέα. Το μόνο που είναι σίγουρο και προφανές είναι ότι η Παιδεία και συγκεκριμένα η εκπαίδευση στην Κύπρο χρειάζεται μια σταθερότητα ως προς τους θεσμούς που τη διέπουν και τον τρόπο λειτουργίας της. Έχουν κατά καιρούς δοκιμαστεί ποικίλα πιλοτικά μοντέλα, άλλα πέτυχαν μακρυπρόθεσμα, άλλα μεσοπρόθεσμα, άλλα απέτυχαν παταγωδώς, όμως δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν σε μόνιμη βάση αποτελεσματικά προπάντων ως προς το όφελος των σπουδαστών ή μαθητών. Η ανάγκη επένδυσης στον παράγοντα παιδεία είναι επιτακτική καθώς είναι ο πυρήνας προαγωγής πολλών ανθρωποκεντρικών αξιών που θα διαμορφώσουν μελλοντικούς νέους με αγνά οράματα και φιλοδοξίες, κριτικό πνεύμα, με πολύπλευρη ενεργό δράση και έμφαση στην έννοια της πολιτότητας, και όχι μόνο τεχνοκρατικά σκεπτόμενους και ιδιοτελείς πολίτες. Θετικό πνεύμα, διάθεση και ζήλος συνυπάρχουν στην ιδιοσυγκρασία των νέων, είναι τα κινητρα και η στήριξη που απουσιάζουν εμφατικά. Εμείς από τη δική μας πλευρά στέλνουμε μηνύματα προς όλους τους αποδέκτες: Βοηθήστε μας να χρωματίσουμε και να δώσουμε ζωή στα όνειρα και τις διάφορες πρωτοβουλίες μας, ακούστε και κατανοήστε τις ανησυχίες που απορρέουν ως συνέπεια ποικίλων μυωπικών και μη διορατικών πολιτικών ή συμπεριφορών. Δώστε περισσότερη ώθηση στις ιδέες και στο ένστικτο των νέων μέσω της παιδείας, γιατί είναι αυτοί που θα παραλάβουν την σκυτάλη από την απερχόμενη γενιά και θα ριχθούν στην αρένα της ζωής ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια σειρά από απρόβλεπτα και αστάθμητα εμπόδια, αντιξοότητες και προκλήσεις. Οι νέες σύγχρονες τάσεις απαιτούν και επιβάλλουν όπως οι αυριανοί πολίτες καταστούν ολοκληρωμένοι και διορατικοί άνθρωποι με ηθικές αρετές, σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους, για να είναι σε θέση τόσο να ανιχνεύουν καθώς και να προλαμβάνουν όσο και να αμβλύνουν τα διάφορα χρόνια δυσμενή κοινωνικοπολιτικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά, ηθικά προβλήματα που ταλανίζουν σε παγκόμσμιο επίπεδο τις κοινωνίες. Και επειδή δε συμμεριζόμαστε τη Σχολή του πεσσιμισμού και της απαισιοδοξίας, προσβλέπουμε πάντα προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση, έχοντας πάντα κατά νου τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Κάθε νέα χρονιά γεννά νέες προσδοκίες. Ας ελπίσουμε πως σ’αυτή τη χρονιά οι προσδοκίες και οι φιλοδοξίες μας θα βρούν επιτέλους αντίκρυσμα.

Το παρών άρθρο δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα 'Η Καθημερινή' στις 25/10/09 και είναι προσβάσιμο από τη σελίδα http://pdf.kathimerini.com.cy/issues/20091025.pdf (σελ. 14).

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Ατμόσφαιρα «Ηλεκτρισμένη»

Τα τρέχοντα τεκταινόμενα στην παγκόσμια οικονομική σκηνή καταδεικνύουν ότι τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας είναι εμφανή. Η ρευστότητα του χρήματος στην παγκόσμια αγορά διαφαίνεται έστω και με επιφυλακτικότητα να εξομαλύνεται. Όλα όμως τα απότοκα που προέκυψαν σαν αποτέλεσμα αυτής της δυσοίωνης και καταστοφικής για την ανθρωπότητα κρίσης ακόμα ταλανίζουν και πραγματικά «καίνε». Δυστυχώς το φαινόμενο της ανεργίας που αποτελεί νομοτελειακή απόρρεια της οικονομικής κρίσης, δεν άφησε ανεπηρέαστη την Κύπρο, σφυρηλατώντας συνθήκες οικονομικής αποσάθρωσης στον τόπο μας. Σύμφωνα με στοιχεία από την εφημερίδα Πολίτης «Βάσει των αποτελεσμάτων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για το δεύτερο τρίμηνο του 2009, που διενεργείται σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κανονισμό και που δημοσιεύτηκαν από την Στατιστική Υπηρεσία, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών παραμένει στα ίδια επίπεδα με το πρώτο τρίμηνο του έτους ενώ καταγράφεται ελαφρώς μειωμένο από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008. Ειδικότερα, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών ανήλθε στο 70,2% το δεύτερο τρίμηνο του έτους (78,1% άνδρες και 62,7% γυναίκες) έναντι 71,1% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008. Παρά το γεγονός ότι δεν παρατηρούνται μεγάλες μεταβολές στα ποσοστά απασχόλησης, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά τα ποσοστά ανεργίας.» Αυτό όμως που ιδιαίτερα ανησυχεί είναι το γεγονός ότι η ανεργία έχει πρωτίστως αντίκτυπο στους νέους, με ποσοστό ανεργίας που φτάνει μέχρι και το 13% όσον αφορά την ηλικιακή ομάδα του εργατικού δυναμικού των 15-24 ετών. Σχετική αύξηση παρατηρείται και στην ηλικιακή ομάδα 24-64 ετών, με μικρότερη όμως αυξητική τάση. Όλα τα κυπριακά τηλεοπτικά Μ.Μ.Ε. έκαναν χθές (22/9/09) εκτεταμένη αναφορά στην εν λόγω κρίση που κτυπά κατά κύριο λόγο την οικοδομική βιομηχανία και ακολούθως την βιοτεχνία και την ελαφρά βιομηχανία.
Παράλληλα, εμφανής είναι και ο κίνδυνος αύξησης της φορολογίας σε ό,τι αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα, κάτι στο οποίο συλλογικά η πολιτική ηγεσία τάχθηκε εναντίον. Αν κάτι τέτοιο πραγματωθεί – και σε συνάρτηση βέβαια με την ανεργία - τότε πραγματικά θα κλονίσει ακόμη περισσότερο το βιοπορισμό του μέσου Κύπριου.
Η κατάσταση όμως για την εικόνα της κυπριακής οικονομίας είναι άκρως συγκεχυμένη. Και είναι φανερό και έκδηλο ότι δεν έχουμε ακόμη αποκρυσταλλώσει την πραγματική όψη των πραγμάτων. Στην αρχή οι κυβερνώντες διεμήνυαν ότι το στάτους κβο της οικονομίας της χώρας μας χαίρει άκρας υγείας στέλλοντας εξόφθαλμα το μήνυμα ότι δεν είχαμε ακόμη επηρεαστεί από τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες του εξωτερικού. Όσο για το ηλεκτρικό ρεύμα είχαμε γίνει μάρτυρες μιας καθησυχαστικής ίσως και εφησυχαστικής αντιμετώπισης από πλευράς κυβέρνησης, λαμβάνοντας διαβεβαιώσεις για αναστολή εφαρμογής επιπρόσθετων επιβαρύνσεων. Τώρα γίνεται λόγος για αυξήσεις. Επιπρόσθετα, τώρα γίνεται λόγος και για επίσπευση των πληρωμών του ΦΠΑ από τους τρείς μήνες σε ένα μήνα, με αρχή από την 1η Οκτωβρίου 2009, για επιλεγμένους οργανισμούς και εταιρείες με το πρόσχημα της αύξησης των εσόδων στα κρατικά ταμεία. Επίσης, παρά τις υφιστάμενες οικονομικές αντιξοότητες, στάληκε το μήνυμα από την κυβέρνηση ότι το αναπτυξιακό πρόγραμμα που καταρτίστηκε - που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μεγαλεπίβολα σχέδια όπως για παράδειγμα την ανέγερση του μεγάρου πολιτισμού και την αναστήλωση του παλαιού νοσοκομείου Λευκωσίας- θα υλοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό, εμείς βλέπουμε μια κωλυσιεργία και νωχελική διάθεση προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση.
Εκ των πραγμάτων, η πανάκεια για αντιμετώπιση αυτης της βαρησήμαντης κρίσης δεν έχει εφευρεθεί. Το μόνο σίγουρο είναι πως το «φλέγων» ζήτημα της οικονομίας πρέπει να αντιμετωπίζεται εξ’ ολοκλήρου με απόλυτη διαφάνεια, και όχι με εθελοτυφλία και στρουθοκαμηλισμό. Οφείλουμε να ξέρουμε που βαδίζουμε και τι προοπτικές έχουμε είδικά εμείς οι νέοι σ’ αυτόν τον τόπο. Χαιρετίζουμε μεν τα μέτρα στήριξης της ξενοδοχειακής βιομηχανίας από την υπουργό εργασίας, περιμένουμε δε να εκπονηθούν και άλλα πιο παραγωγικά και καινοτόμα μέτρα στήριξης των ανέργων, των ελεύθερων επαγγελματιών, όλων αναιξερέτων των τομέων της παραγωγής, του πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή, ώστε να καταστεί εκ νέου η Κύπρος ως ενας αξιόπιστος και προπάντων σταθερός οικονομικός πόλος έλξης.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Ο ακανθώδης Λιμνίτης

Σε φαύλο κύκλο φαίνεται πως έχει διαμορφωθεί η υπόθεση και το ενδεχόμενο διάνοιξης του οδοφράγματος του Λιμνίτη στην περιοχή Τυλληρίας. Με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα που σημάδεψαν την παρακώλυση μετάβασης ομάδας Ελληνοκυπρίων προσκυνητών στην κατεχόμενη εκκλησία του Αγίου Μάμα στη Μόρφου, διαπιστώνουμε εκ νέου πως οι εισβολείς επιτείνουν και σκληραίνουν ακόμη περισσότερο την στάση τους, αποτινάσσοντας έτσι κάθε ίχνος καλής διάθεσης και συμβιβασμού, πράγμα που αποτελεί εκ των ών ουκ άνευ στοιχείο που θα συντείνει και θα ευνοήσει σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Καιροφυλακτείς, οι Τούρκοι άδραξαν της ευκαιρίας να παρεμποδίσουν και να ανακόψουν την πορεία διέλευσης των Ε/Κ προσκυνητών, δεδομένων φυσικά και των δικών μας σφαλμάτων στον τρόπο και στις εθιμοτυπικές διαδικασίες διάβασης. Η παντελής έλλειψη κρατικής παρουσίας στο οδόφραγμα , η εκ των πρωτέρων μη εκπόνηση μεθοδικών κινήσεων καθώς και η ασυνεννοησία με τις αρχές του κατοχικού καθεστώτος δυσχέραναν και εν τέλει κατέστησαν αδύνατη τη μετάβαση των προσκυνητών. Ο Λιμνίτης εδω και καιρό έχει ποικιλοτρόπως καταστεί έρμαιο των παρελκυστικών τακτικών του ψευδοκράτους, και από φιάσκο σε φιάσκο ο Αττίλας μας εμπαίζει ατιμώρητος, μόνο με αποδοκιμασίες από τη διεθνή και εγχώρια σκηνή. Όντας πλεονέκτης και ανικανοποίητος ξέρει μόνο να ζητά, να παίρνει, όχι όμως και να δίνει. Είναι πρώτιστης σημασίας η ανταπόδοση και η εξαργύρωση αυτής της στάσης όμως, όταν η Κύπρος θα κληθεί να συναινέσει ή να αποτρέψει με την άσκηση βέτο την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ευτυχώς όπως όλα δέιχνουν η Κυπριακή Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί στην πραγμάτωση της πιο πάνω κατεύθυνσης. Πάντως η Άγκυρα πρέπει να αντιληφθεί ότι όποιαδήποτε παραβίαση γραπτών ή προφορικών συμφωνιών θα συνεπάγεται με κόστος σ’ αυτήν και η μη συμμόρφωσή της με την πάροδο του χρόνου θα πρέπει να οξύνει το κόστος αυτό. Για να γίνει αυτό οφείλουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς καθως και οι έχοντες επιρροή στην Τουρκία να δράσουν προς την κατεύθυνση της εδραίωσης και καθιέρωσης των αρχών του διεθνούς δικαίου, της ασφάλειας των κρατών και της δικαιοσύνης.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Χαίρετε Αμμόχωστος

Χαρείτε, Τούρκοι, σαν παιδιά για το μεγάλο δώρο
μια πόλη και πανύψηλη, με όλα τα προικιά της,
σας ικετεύει «πάρτε με κι αδειάστε με,
γεμίστε τις βάρκες σας με πράγματα μοναδικά
και θεία, να σχωρεθούν τα αποθαμένα σας».

Μπαίνουν και τι να ιδουν! Μια πόλη στολισμένη
τον πέπλο του μαρτυρίου, καλά προετοιμασμένη στο σφίξιμο, το δέσιμο,
την έκπαγλη αντοχή.[1]

Το χρονικό της κατάληψης της Αμμοχώστου από τους τους Τούρκους κατά τη Β’ φάση της Εισβολής.
Το πρωϊ της Τετάρτης, 14/8/74 ξεσπούν αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον των θέσεων της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι σήμαναν την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης ΑΤΤΙΛΑΣ 2, που ουσιαστικά επιστέγασε τον πόνο και την οδύνη του πολέμου στο νησί μας. Η προαναφερθείσα επιχείρηση εξελίκτηκε σε περίπατο δεδομένου ότι η ενίσχυση του γεφυρώματος των Τούρκων ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με έμψυχο αλλά πρωτίστως με πολεμικό υλικό, με το οποίο οι εχθρικές δυνάμεις κατάφεραν να κυριαρχήσουν τόσο στον αέρα όσο και στη θάλασσα αλλά και τη ξηρά. Στον αντίποδα, όσον αφορά δηλαδή τη δική μας πλευρά, η κατάστασή μας σε επιχειρησιακή ετοιμότητα ήταν αξιοθρήνητη, δεδομένου του πεπαλαιωμένου πολεμικού στόλου που διέθετε αλλά και των λανθασμένων κινήσεων και τακτικών της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, που άφησαν την Κύπρο στο έλεος του Αττίλα για δεύτερη φορά. Ουσιαστικά μόνο η Λευκωσία ήταν σχετικά προετοιμασμένη για σοβαρή αντίσταση. Επομένως δεν προνοήθηκε εκκένωση χωριών που γειτνίαζαν με τα επικίνδυνα σημεία του μετώπου. Ωστόσο λόγω της γρήγορης προέλασης των αντίπαλων στρατευμάτων πολλοί κάτοικοι των χωριών Άσσια και Κυθρέα δεν κατάφεραν να φύγουν με αποτέλεσμα να υποστούν κακουχίες, να δολοφονηθούν ή να αιχμαλωτιστούν και να καταστούν αγνοούμενοι. Πρωταρχικός στόχος των τουρκικών δυνάμεων ήταν η διάσπαση της αμυντικής γραμμής που ξεκινούσε από τα προάστια της Λευκωσίας Καϊμακλί και Παλουριώτισσα και διερχόταν από το χωριό Μια Μηλιά και κατέληγε στο χωριό Κουτσοβέντης και στο μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου πάνω στον Πενταδάκτυλο. Τυχόν επιτυχία στον τομέα αυτό θα διευκόλυνε δραματικά την διέλευση των Τούρκων στην πεδιάδα της Μεσαορίας με απότερο σκοπό την κατάληψη της Αμμοχώστου.
Αρχίζοντας λοιπόν από τη Μια Μηλιά και υπό την καθοδήγηση του Μπεντρετίν Ντεμιρέλ, η 39η Μεραρχία της οποίας η αποστολή ήταν η προέλαση στην Αμμόχωστο ξεκίνησε την επιθετική της προσπάθεια ενάντια στις δυνάμεις του 305 Τ.Π. με επικεφαλή τον Κύπριο Ταγματάρχη Αναστάσιο Μάρκου. Οι ασθενείς αντιστάσεις της Ε.Φ. όμως δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την πολυβολία των εχθρών, παρά τα οχυρωματικά μέτρα που λήφθησαν. Ο ίδιος ο ταγματάρχης όμως ουδέποτε λύγισε και παραμένει έκτοτε αγνοούμενος.
Η προέλαση των Τούρκων συνεχίστηκε από τη Μια Μηλιά και διασπάστηκε σε δύο κατευθύνσεις. Βορειότερα κατελήφθησαν η Κυθρέα και τα χωριά πέριξ της κωμόπολης, μερικά από τα οποία ανήκαν στο δυτικό τμήμα του θυλάκου του Τζιάους. Νοτιότερα η προέλασης της 39ης Μεραρχίας επικεντρώθηκε στον άξονα του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Αμμοχώστου. Κατελήφθησαν τα χωριά Αφάνεια, Άσσια και το μεικτό χωριό Βατυλή ενώ αργότερα η προέλαση προχώρησε νοτιότερα εως και το μικρό αεροδρόμιο της Τύμπου. Την επομένη στις 15/8/74, η οχυρωμένη γραμμή Στύλλων-Λιμνιών εγκαταλείφθηκε στο άκουσμα προσέγγισης τουρκικών τάνκς. Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, τα τουρκικά στρατεύματα εισέρχονται στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου που κατοικείτο από Τουρκοκύπριους. Το δε Βαρώσι, που αποτελούσε το ελληνικό τμήμα της πόλης άρχισε από την πρώτη κιόλας μέρα της δεύτερης φάσης της εισβολής να εκκενώνεται λόγω των αλλεπάλληλων βομβαρδισμών. Σταδιακά η Αμμόχωστος εγκαταλέιπεται αμαχητί από τις δημοτικές και αστυνομικές αρχές καθώς και από όλες τις μονάδες της Ε.Φ. Τελικά, όταν ο Καναδός ταξίαρχος της UNFICYP, που ήταν υπέυθυνος για την περιοχή της Αμμοχώστου πληροφόρησε τους Τούρκους ότι η πόλη είχε εγκαταλειφθεί πλήρως, οι δεύτεροι την έθεσαν απρόσκοπτα υπό την κατοχή τους. [2]


[1] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ‘Σκυτάλη’ από το Αμμόχωστος Βασιλεύουσα (Β’ έκδοση), (Αθήνα: Εκδόσεις ‘Αγρα, 1997 ).
[2] Λάμπρου, Γ. (2008). Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία 1960-2004, Λευκωσία: ΘΕΚΟΝΑ Λτδ.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Στρουθοκαμηλισμός, μεροληψία και οπορτουνισμός

Και ενώ στη δική μας πλευρά όλα σχεδόν το τελευταίο χρονικό διάστημα περιστρέφονται γύρω από τον άξονα των προεδρίων και των αντιπροεδρίων των ημικρατικών οργανισμών καθώς και την κατανομή εξουσιών, την άκρατη και απύθμενη έξαρση επικρίσεων και διαξιφισμών για υποχθώνιες συμφωνίες και κομματικές «βουλημίες» , στον αντίποδα τίθεται σοβαρό θέμα πολιτογράφησης τούρκων εποίκων και παραχώρησης αδειών εργασίας σ’αυτούς, στο παράνομα εγκαθιδρυμένο καθεστώς των κατεχομένων. Συγκεκριμένα, ευνοείται η παραχώρηση λευκής κάρτας στους εργάτες τουρκικής προέλευσης που διαμένουν παράνομα στα κατεχόμενα. Την ίδια ώρα, καιροσκοπικά διαμορφώνεται η πολιτική που ακολουθεί το παράνομο υπουργείο εργασίας και ως τέτοιο τόσο η πολιτογράφηση νέων «πολιτών» όσο και η παραχώρηση «υπηκοοτήτων» θα καθοριστεί σημαντικά από το βαθμό διασάλευσης και κλονισμού των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Η διφορούμενη αυτή θέση αφήνει να νοηθεί ότι σε περίπτωση που οι συνομιλίες δεν σημειώσουν ανάκαμψη τότε ενδέχεται να αλλάξει η πολιτική της «κυβέρνησης» που θα ευνοήσει τις παραχωρήσεις «υπηκοοτήτων» , ενώ από την άλλη δεν αφήνεται να αποκρυσταλλωθούν οι θέσεις των τουρκοκυπρίων σχετικά με τον αριθμό των εποίκων που θα παραμείνουν μετά τη λύση. Η πολιτογράφηση λοιπόν των εποίκων που διαμένουν στα κατεχόμενα εδώ και 20 χρόνια θα επαφίεται κατά κύριο λόγο στην εκάστοτε πορεία και τροπή των συνομιλιών. Όπως όμως καταφαίνεται από την ίδια την «κυβέρνηση», επι καθημερινής βάσεως καταφτάνουν στα κατεχόμενα περίπου 100 εργάτες – γεγονός που που λειτουργεί εν μέρει σαν εφαλτήριο στην αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχομένων - ενώ σε αντίθεση με την προηγούμενη κυβέρνηση που ανέστελλε την παραχώρηση τέτοιων αδειών , η πολιτική της υφιστάμενης κυβέρνησης εφελκύει τους εργάτες στο να προσκομίζουν τις άδειές τους προς εξοβελισμό όποιασδήποτε μορφής εφεκτικότητας ή απογοήτευσης από πλευράς εποίκων. Ταυτόχρονα, όπως έχει γνωστοποιηθεί πρόσφατα στην κοινή γνώμη, ολοκληρώνεται σύντομα η αποπεράτωση στρατιωτικών έργων στην περιοχή των Κοκκίνων της Τυλληρίας. Η εν λόγω περιοχή που αποτελεί «προσάρτημα» της ούτω καλούμενης ΤΔΒΚ στρατικοποιείται εξώφθαλμα, σφυρηλατώντας άμεσους κινδύνους που άπτονται της πορείας των διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού, πέραν επίσης του παράνομου και αντικαταστατικού χαρακτήρα που φέρουν τέτοιες ενέργειες. Αυτή είναι η ένδειξη «καλής θελήσεως» που αντανακλάται μέσα από τα συμφωνηθέντα και τους καρπούς των συνομιλιών; Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και μ’ αυτούς τους οιωνούς θα προχωρήσουμε σε κοινή συμβίωση; Δεν νοείται κοινή συμβίωση και επανένωση χωρίς την από κοινού επιδίωξη σεβασμού, και δεν λέω υποχωρήσεων για να μην παρεξηγηθώ. Η πολυδιάστατη έννοια της «υποχώρησης» εμπερικλείει πολλές επιμέρους παραμέτρους που θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν με την αντίληψη και την έννοια της συνθηκολόγησης και του ενδοτισμού, νομιμοποιώντας νομοτελειακά και τα τετελεσμένα της βάρβαρης εισβολής. Θα σημείωνα πως η έννοια της υποχώρησης θα ταίριαζε καλύτερα να συνυφανθεί σε εμπειρικό επίπεδο με την έννοια της «κοινοβιακής» συμβίωσης των δύο κοινοτήτων. Το ότι δηλαδή οι δύο κοινότητες δε θα γειτνιάζουν απλώς και θα μοιράζονται την ίδια γη και τα ίδια δικαιώματα, αλλά θα θεωρούνται ένα συμπαγές σώμα κάτω από συνθήκες ισοπολιτείας, με κοινή ιθαγένεια. Το ερώτημα που προκύπτει σαν κατακλείδα είναι: Σ’αυτές τις προκλητικές και αποκαρδιωτικές ενέργειες θα εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού; Τι ρόλο διαδραματίζουν οι βασικοί μοχλοί πίεσης της Τουρκίας αλλά και η δική μας κυβέρνηση όντας μάρτυρες τέτοιων γεγονότων που δυνατιμίζουν το όποιο θετικό κλίμα και την όποια αμιδρή και συγκρατημένη αισιοδοξία διαμορφώνεται ως απότοκο των εξελίξεων των συνομιλιών; Ακόμη παρέλειψα να αναφέρω τις πρόσφατες προκλήσεις που παρατηρήθηκαν στη Νησίδα Ρω, κοντά στο Καστελόριζο. Συνεπώς η Τουρκία βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για πληθώρα διαχρονικών αντισυνταγματικών παραβιάσεων και έτη χειρότερα για εγκλήματα πολέμου. Ας λογοδοτήσει επιτέλους έναντι στο Διεθνές Δίκαιο και πολύ περισσότερο έναντι των «παθόντων» απ’ αυτήν ανθρώπων που εναγωνίως επιζητούν δικαίωση και «άνοιγμα» του φακέλου της Κύπρου. Καμία εξιλέωση ή άφεση αμαρτιών δεν πρέπει να δοθεί στην Τουρκία πρωτού η πολιτική της αρχίζει να συγκλίνει με τις πρόνοιες του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών καθώς και με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και προπάντων αν δεν προχωρήσει σε κλείσιμο ανοικτών λογαριασμών και άλλων εκκρεμόντων ζητημάτων που την αφορούν άμεσα και φυσικά όχι με το αζημίωτο, αντίθετα, με την επιβολή κυρώσεων, ικανών να φράσσουν καίρια τις όποιες βλέψεις και υπεροπτικές στάσεις της Τουρκίας αλλά και το στρατηγικό εγχείρημα της ένταξής της στην Ε.Ε. Αναπόσπαστο κομμάτι των κυρώσεων πρέπει να θεωρείται και η ανάληψη ευθυνών και αναγνώριση τετελεσμένων όπως για παράδειγμα η γενοκτονία των Αρμενίων και η θεώρηση της Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο όχι σαν μιας «επεμβατικής επιχείρησης» ή «στρατιωτικής άσκησης», τουναντίον, σαν μιας απάνθρωπης και βάρβαρης επίθεσης εναντίον ενός δοκιμαζόμενου λαού, διασκεδάζοντας έτσι τις όποιες διαβουκολήσεις και ψεύτικες υποσχέσεις παρουσιάζει συχνά η Τουρκία στη διεθνή πολιτική σκηνή για προσπάθειες συμμόρφωσης.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Κακίζουμε...

Τις αξίες και τα ιδανικά του «ευ αγωνίζεσθαι», του φίλαθλου ήθους και πνεύματος αμαύρωσαν με την αντιπατριωτική τους στάση μερίδα φιλάθλων της Αθλητικής Ένωσης Λεμεσού στον εκτός έδρας αγώνα με το προσφυγικό σωματείο της Νέας Σαλαμίνας Αμμοχώστου, την περασμένη εβδομάδα. Αφενός εκστομίζοντας υβριστικά συνθήματα που άπτονταν της προσφυγικής ιδιότητας των φιλάθλων της γηπεδούχου ομάδας αφετέρου προχωρώντας σε βανδαλισμούς και λιθοβολισμούς εναντίον των γηπεδούχων, άφησαν για ακόμη μια φορά ένα μελανό στίγμα στο εγχώριο αθλητικό και πολιτισμικό μας γίγνεσθαι. Το εν λόγω όμως επεισόδειο θα πρέπει να μας προβληματίσει βαθιά γιατί δεν αφορά μόνο μια επανειλημμένη αντιαθλητική παράβαση, έχει συνάμα και ιστορικο-κοινωνική βαρύτητα. Το να έχεις καταβολές από μη προσφυγικό τόπο και να εκστομίζεις ανελέητα ύβρεις εναντίον των προσφύγων για να τους προκαλέσεις και να «ανάψεις» τα αίματα, είναι κάτι που αναπόφευκτα παραπέμπει στα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου της Ελλάδας, είναι επίσης μια απαράδεκτη κατηγοριοποίηση του Κυπριακού λαού που διχοτομεί, και τέλος ένα νοσηρό απότοκο μιας μη υγιούς ‘κυπριακής’ αφροσύνης, ταυτόσημης με την αφιλοπατρία, που μας θέλει να είμαστε εθνικά αποξενομένοι και χαιρέκακοι, βάζοντας ‘ταπέλες’ σε πρόσφυγες και μη, έχοντας μια απολιθωμένη ιστορική συνείδηση και μνήμη. Αναζητώντας τα ελατήρια και τις διεξόδους του απαράδεκτου και καταδικασταίου αυτού φαινομένου, πρέπει να διερωτηθούμε τι ρόλο διαδραματίζουν οι παράγοντες αλλά κατά κύριο λόγω οι Συνδέσμοι φιλάθλων οι οποίοι εξωκατευθύνουν και υποκινούν τους οπαδούς μιας ομάδας. Επίσης, εμμένοντας σ’αυτή την παράμετρο πρέπει συγκεκριμένα να αναλογιστούμε τι είδους παιδεία και τι αρχές μεταλαμπαδεύουν στον κόσμο τους οι ιθύνοντες , τα εκτελεστικά όργανα καθώς και οι οργανωτικοί «ηγέτες» των σωματείων. Είναι ντροπή να θεωρούμε την προσφυγοποίηση ως μια ιδιαιτερότητα και να την καπηλευόμαστε, έχοντας κατά νου την ιστορική όψη των πραγμάτων. Εν πάσει περιπτώσει, αξιώνουμε το σεβασμό, αναγνώριση και την επί ίσοις όροις αντιμετώπιση των προσφυγικών σωματείων που αν μη τι άλλο αποτελούν φορείς πολιτισμού, ήθους κυρίως όμως εκφραστικά όργανα του «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ». Ας αντιμετωπιστούν λοιπόν με αμεροληψία και σεβασμό και να έχουμε υπόψη πως η ύβρις επιφέρει την τήση, γιατί ας μην ξεχνάμε πως ήταν προσφυγικά τα Σωματεία που μεγαλούργησαν και μετουσίωσαν τα όνειρα των αντιπάλων τους σε εφιάλτες. (Παραδειγματικά, η Ανόρθωση Αμμοχώστου τον Αύγουστο του 2005 ενάντια στην τουρκικήΤράνζοσπορ και το Καλοκαίρι του 2008 που διέπρεψε με την είσοδό της στους Ομίλους του Champions League).

Ταυτόχρονα ψέγουμε έντονα και τους προπηλακισμούς εναντίον του προέδρου της Δημοκρατίας που ακούστηκαν στην αντικατοχική εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας (20/7/ 09) στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλλας. Τέτοιου είδους ενέργειες δυναμιτίζουν και υπονομεύουν το κλίμα των προσπαθειών που καταβάλλονται για επίλυση του Κυπριακού. Τέτοιες εκφάνσεις δεν συντείνουν και οπωσδήποτε δεν οδηγούν σε καμιά εποικοδομητική κριτική για τον τρόπο χειρισμού και της τακτικής που ακολουθείται για το Κυπριακό από τη δική μας πλευρά. Αποκλίσεις είναι απολύτως φυσικό να υπάρχουν από οργανωμένα σύνολα και ομάδες. Είναι όμως ο διάλογος, η εποικοδομητική και ορθολογιστική αντιπολίτευση – με την κατάθεση εναλλακτικών ιδεών, εισηγήσεων και προτάσεων- και όχι η άκριτη, άκρατη και σοβινιστική υπόσκαψη και δημόσια εκστόμιση ύβρεων που θα γεφυρώσει τυχόν ιδεολογικά κενά όσον αφορά την επίλυση του Κυπριακού. Είναι ζωτικής σημασίας παράμετρος να υπάρχει εθνική ενότητα σε ό,τι αφορά την πολιτική επίλυσης του Κυπριακού. Και ακόμη και στην περίπτωση που αναφύονται διαφωνίες να υπάρχει άμεση επαφή και διαβούλευση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο οποίος χειρίζεται και πραγματεύεται το Κυπριακό Πρόβλημα. Γι’ αυτό άλλοστε γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και οι συνελεύσεις του Εθνικού Συμβουλίου, στις οποίες πρέπει οι εκπρόσωποι των κομμάτων να λειτουργούν σαν φερέφωνα των πολιτών με το να μεταφέρουν τις ανησυχίες και τις σκέψεις τους και να γίνονται έτσι μοχλοί πίεσης, προβάλλοντας βάσιμα και λυσιτελή επιχειρήματα.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Κονγκό 2009 – Κύπρος 1974.

Στιγμές που προσομοιάζουν με αυτές της Κυπριακής εισβολής ζούν χιλιάδες κάτοικοι της Δημοκρατίας του Κονγκό στην Αφρική. Σύμφωνα με πληροφορίες του διεθνούς πρακτορείου ειδήσεων CNN, η ανατολική περιοχή της Δημοκρατίας του Κονγκό βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση ενώ ο Ο.Η.Ε. εκτιμά ότι πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες κάτοικοι της εν λόγω περιοχής εκτοπίστηκαν από τις οικίες τους. Τα άτομα αυτά έχουν εγκατασταθεί από τη νότια επαρχία του Κιβού στα σύνορα του Κονγκό με τη Ρουάντα. Η μαζική έξοδος επήλθε σαν αποτέλεσμα της πρόσφατης προσβολής από πλευράς της εγχώριας κυβέρνησης του Κονγκό εναντίον της εθνικής ομάδας ‘Hutu militia’ - Δημοκρατικές δυνάμεις για την απελευθέρωση της Ρουάντας. Ο τελευταίος αυτός ξεριζωμός αυτόχθωνων πολιτών αυξάνει τον συνολικό αριθμό των εκτοπισθέντων του Νότιου Κιβού από την αρχή του τρέχοντος χρόνου σε 536.000 άτομα, σύμφωνα με τον Ρόν Ρέτμοντ, Επίτροπο προσφύγων του Ο.Η.Ε. Ο ίδιος προσθέτει επίσης πως πάνω από 1,8 εκατομμύρια άτομα έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά στην ευάλωτη αυτή περιοχή. Άλλες περιοχές όπως η Λεμέρα και Μουλεγκε, μοιάζουν με πόλεις φάντασμα, καθότι έχουν σχεδόν εκκενωθεί με είκοσι χιλιάδες άτομα να κρύβονται σε παραπλήσια δάση της περιοχής, αναζητώντας καταφύγιο. Η συγκλονιστική αυτή κατάσταση παρακολουθείται στενά από το διεθνή οργανισμό καθώς και από τα πλείστα Μ.Μ.Ε. της υφηλίου. Το Ρ.Ι.Κ. έχει επιδείξει στους κυπριακούς δέκτες το συγκεκριμένο αποτροπιαστικό έγκλημα πολέμου στις 24/7/09, με σκηνές από θύματα τόσο σεξουαλικής βίας όσο και αυθαίρετων κρατήσεων, που στην πλειοψηφία τους ήσαν παιδιά και ανήλικοι. Ορισμένοι οργανισμοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρατήρησαν μια καταφανή αύξηση σεξουαλικών επιθέσεων, με θύματα κατά κύριο λόγο γυναίκες. Ενώ μια αναφορά που βγήκε στο φως της δημοσιότητας αυτό το μήνα δείχνει ότι τα Ηνωμένη Έθνη έχουν καταγράψει 7.703 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης κατά το 2008. Τα δε στρατιωτικά δικαστήρια στην επαρχία έχουν ενοχοποιήσει 27 στρατιώτες για σεξουαλικές κακοποιήσεις κατά τη διάρκεια του 2008, ενώ τον Μάρτιο του 2009 έντεκα στρατιώτες έχουν κατηγορηθεί για βιασμούς σαν έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Πραγματικά μόνο αποτροπιασμό, φρίκη και απέχθεια προκαλούν τέτοιου είδους ενέργειες εσωτερικών συρράξεων, δεδομένου ότι προοιωνίζουν τεράστιες ανεπανόρθωτες συμφορές αφενός σε εσωτερικό επίπεδο αφετέρου σε οικουμενικό επίπεδο αφού δεν τίθονται οι βάσεις για δημιουργία προϋποθέσεων παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας καθώς και ομαλών διακρατικών σχέσεων. Καταδικάζονται και αποδοκιμάζονται επίσης εμφατικά και η κακοποίηση ευαίσθητων και άμαχων ομάδων, όπως αυτές των παιδιών και των γυναικών. Παράλληλα είναι άξια επίκρισης η στάση και ο ρόλος που διαδραματίζουν οι πλανηταρχικές δυνάμεις και επιρροές των Η.Π.Α. που μέχρι στιγμής ο μόνος μοχλός πίεσης και αρωγός στις διαδικασίες αποκατάστασης και στήριξης των πληγέντων έχει καταστεί ο Ο.Η.Ε και ο Ερυθρός Σταυρός. Εν κατακλείδι, το εν λόγω γεγονός καταδικάζεται σαν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, επομένως η ασυδοσία και η αυθαιρεσία τέτοιων κυβερνήσεων οφείλει να αναχαιτιστεί άμεσα από όλους τους παγκόσμιους φορείς και δεν αντισταθμίζεται με τίποτε άλλο εκτός από την αποκατάσταση της ισοπολιτείας, της κάθε μορφής ελευθερίας του ανθρώπου και κατ’επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απαιτούμε την άμεση άρση των απάνθρωπων και αντιδημοκρατικών επιχειρήσεων της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας Κογκό, επιστροφή και αποκατάσταση των εκτοπισθέντων, στήριξη των κακοποιημένων μαζών, αποκατάσταση και εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και υιοθέτηση μη μισαλλόδοξων και μεροληπτικών πολιτικών που να γεφυρώνουν τυχόν κενά - που ενδεχομένως στο παρελθόν να επέφερναν ρήξεις σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις- .Θα ήταν ευχής έργο αν όλα αυτά τα ευκταία οράματα για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία τελεσφορούσαν το συντομότερο δυνατό, για να εδραιώσουν την αειφόρο ανάπτυξη όχι μόνο με υπό το περιβαλλοντικό πρίσμα αλλά και από την πανανθρώπινη σκοπιά.


Πηγή: http://edition.cnn.com/2009/WORLD/africa/07/25/congo.conflict.refugees/index.html?section=cnn_latest

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Καλωσόρισμα

Αγαπητοί φίλοι γειά σας,

Σαν φοιτητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας μα πάνω απ'ολα σαν ενεργός και ευαισθητοποιημένος πολίτης - με πολλούς προβληματισμούς για τα ποικίλα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο - σας προσκαλώ να αναπτύξουμε διαδραστικούς δεσμούς μέσ'από τους οποίους θα καταστεί δυνατή η ανάπτυξη επικοινωνίας με γνώμονα πάντα τη δημοκρατική εκφορά απόψεων πάνω σε συγκεκριμένα θέματα που προβληματίζουν και απασχολούν σε ευρεία κλίμακα. Δεν νοείται πλουραλισμός και πολυφωνία χωρίς την ελεύθερη και αμερόληπτη ύπαρξη πολλών απόψεων, ούτως ώστε να προβληματίζουν και να ταρακουνούν τις 'εφησυχασμένες και υπνώττουσες συνειδήσεις' που επαναπαύονται εύκολα και γίνονται άμεσα θύματα σύγχρονων μορφών προπαγάνδας και ωχαδερφισμού. Σας προσκαλώ λοιπόν να συμμετάσχετε και εσείς ενεργά στο ιστολόγιό μου, για να γίνετε και εσείς ''κοινωνοί'' και αρωγοί στο δημοκρατικό αυτό εγχείρημά μου.

Το Κυπριακό πρόβλημα και το Ψευδοκράτος μέσ' από το φακό των Μ.Μ.Ε.

Ενώ οι Τούρκοι έχουν εισβάλει στις πόλεις και στα χωριά μας, εμείς μπορούμε με τη σειρά μας να εισβάλουμε στο πνευματικό νόημα του τόπου μας και της συνείδησής μας, και να συλλάβουμε το βάθος των πραγμάτων. Με λίγα λόγια αυτό που μας συνέχει και μας συγκροτεί σ’αυτόν τον χώρο πνευματικά είναι , νομίζω τελικά, η βαθιά νοσταλγία, ο νόστος που μας δένει ως ο ομφάλιος λώρος με τη ρίζα μας και τον πυρήνα της ύπαρξής μας σ’αυτόν το χώρο: Εκείνο που ίσχυε και για τον Ομηρικό Οδυσσέα που ήθελε να ιδεί «καπνόν αποθρώσκοντα».’[1]

Πράγματι, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά από το χρονικό της ανείπωτης τραγωδίας της Μεγαλονήσου, ο διακαής νόστος και ο άσβεστος πόθος για ανάκτηση των πατρογονικών εστιών φαντάζει εις αεί στη συνειδήση του κάθε Ελληνοκύπριου. Εύστοχα, ο μεγαλοπρεπής Κύπριος ποιητής επισημαίνει την άρρηκτη σχέση αυτού του νόστου με την πνευματική μας κληρονομιά και παράδοση, που ομολογουμένως είναι αυτό που κρατά τη φλόγα της ελπίδας για επιστροφή διαρκώς αναμμένη. Οι θύμησες λοιπόν που με παρρησία κουβαλά ο κάθε Κύπριος από την κατεχόμενη γή είναι δυναμικά συνυφασμένες με την νοσταλγία, την υπέρτατη αγάπη που διέπει τον καθένα μας για τον τόπο του. Αναντίρρητα, η καταφανής στέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας, η προκλητική και αδυσώπητη πνευματική και πολιτιστική λεηλασία που θεωρείται ως δεδομένο απότοκο της βάρβαρης και κτηνώδους στάσης του Αττίλα έναντι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς αλλά και η απαράδεκτη καταπάτηση πληθώρας άλλων στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που απορρέουν από την επεκτατική και υπεροπτική πολιτική που ανέκαθεν επιδείκνυε η τουρκική πλευρά, αποτελούν δείγματα μιας παράδοξης, αντιφατικής και οξύμορης κατάστασης πραγμάτων, που για χρόνια τώρα συγκλονίζει και προβληματίζει σε παγκόσμια μάλιστα κλίμακα. Ενώ η Κύπρος βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια κάτω από την ομπρέλα και την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του Ο.Η.Ε. των οποίων ο καταστατικός χάρτης κατωχυρώνει όλα τα διακαιώματα και τις ελευθερίες, τον ακρογωνιαίο δηλαδή λίθο για κάθε σύγχρονο, πολιτισμένο και δημοκρατικό κράτος, η Κύπρος αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα, δεδομένης της εξόφθαλμης στέρησης του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης των Κύπριων πολιτών σε όλο το εύρος του νησιού, της συνεχούς κατακράτησης των περιουσιών, της παράνομης ύπαρξης κατοχικού στρατού, της στέρησης του δικαιώματος των συγγενών των αγνοουμένων να γνωρίζουν την τύχη των αγνοούμενων συγγενών τους αλλά και της ανεπανόρθωτης λεηλάτησης των πολιτιστικών μας μνημείων και του φυσικού πλούτου, που προηγουμένως αποτελούσαν το καύχημα αλλά και το σημείο αναφοράς του συναπαντήματος της Δύσης με την Ανατολή. Τώρα, αυτή η ένδοξη, χαμένη όμως πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, ο πολιτισμός μας που κάποτε μεσουρανούσε, η τιμημένη γη που αποτελούσε το μηλον της Έριδος για τους αρχαίους μας κατακτητές αντικατωπτρίζεται πλέον εικονικά και κοσμεί τις βιτρίνες του Βρετανικού Μουσείου, του Μουσείου του Λούβρου καθώς και πλειάδας άλλων παγκόσμιων μουσείων και πολιτιστικών κέντρων. Το λύκνο του Κυπριακού πολιτισμού φαντάζει να είναι λαβωμένο και αφημένο στο έλεος μιας νεκράς περιόδου, στην οποία τίποτε δεν κατόρθωσε να ευδοκιμήσει, να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί είτε πολιτιστικά, οικονομικά, πνευματικά, περιβαλλοντικά ή ανθρωπιστικά.
Η μεταπολεμική περίοδος σε συνδυασμό με την πάροδο του χρόνου, αναντίλεκτα επέφερε και την μερική επούλωση των πληγών της τραγικής αυτής πτυχής της ιστορίας του τόπου μας, με εύλογα απότοκα την οικονομική ευμάρια και κοινωνική ευημερία, τον πνευματικό εφησυχασμό και προεκτείνοντας ακόμα πιο ακραία το ζήτημα αυτό, θα σημείωνα μεταξύ άλλων και τον ωχαδερφισμό και την παχυδερμία, την κοινωνική αποξένωση και αποστασιοποίηση από τα κοινά και το πνευματικό γίγνεσθαι. Πώς όμως αλήθεια, η συνείδησή μας μπορεί να εφησυχάζεται και να επαναπαύεται την στιγμή που το 37% της επιφάνειας του νησιού μας κατέχεται και επανδρώνεται συνεχώς με στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και πληθυσμό με απώτερο σκοπό να αλλάξει ο δημογραφικός χαρακτήρας των κατεχομένων; Πέρα όμως από αυτή την πτυχή, πρέπει να μας προβληματίσει και να μας κινητοποιήσει άμεσα μια άλλη βαρυσήμαντη παράμετρος, εξίσου σημαντική και σπουδαία, που αποτελεί συνάμα και τον βασικό μηχανισμό του εχθρού στην επίτευξη των ‘εθνικών’ του στόχων, που δεν είναι άλλος από την αναγνώριση της ουτω καλούμενης Τουρικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, που αποβλέπει πρωτίστως στην δημιουργία μιας επικοδομιτικής εξωτερικής πολιτικής και καρποφόρων διεθνών σχέσεων, παράλληλα με την πλήξη και υπόσκαψη του κύρους της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προηγούμενη ερώτηση εύστοχα χρήζει επανάληψης και σ’αυτό το σημείο: Πώς δύναται να νιώθουμε εφησυχασμένοι την στιγμή που στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου καθώς και σε άλλα καίρια και περίοπτα σημεία μεγαλουπόλεων φαντάζει παντοιοτρόπως ο εφιάλτης του ψευδοκράτους με στρατηγικά επικοινωνιακά τρίκς και σλόγκανς όπως ‘Κοπιάστε στη Βόρεια Κύπρο!’, ‘Βόρεια Κύπρος. Ένας προορισμός για όλο το χρόνο’, αλλά και σε δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας The Sun με τίτλο ‘CypRUSH for a bargain break’, αποσκοπώντας εμφανέστατα στο να θέσει σε δράση τους βρετανούς παραθεριστές να επισκεφτούν το συντομότερο δυνατο την Βόρεια Κύπρο, παραθέτωντας βέβαια και επιχειρήματα.Τέτοια είδη προπαγάνδας δεν περιορίζονται μόνο στις τοιχοκολλημένες υπαίθριες διαφημίσεις αλλά επεκτείνονται ευρύτερα και σε άλλα δημοφιλή και δυναμικά μαζικά μέσα όπως φυσικά το διαδίκτυο, τον τύπο και την δορυφορική κυρίως τηλεόραση. Όπως έχω ήδη αναφέρει, στις μέρες μας γίνεται μια καλά οργανωμένη και στρατηγική προσπάθεια αναγνώρισης του ψευδοκράτους με βασικό πυλώνα την άσκηση προπαγάνδας ιδιαίτερα σε διεθνές επίπεδο αλλά και την προβολή ποικίλων διαφημίσεων σε διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, εφημερίδων κ.τ.λ. κατα κύριο λόγο για την προβολή του ψευδοκράτους και κατ’επέκταση την καθιέρωση της οντότητας και του κύρους του στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη. Το παράδοξο και ανησυχητικό για την πλευρά μας είναι ότι ενώ παλαιότερα η Τουρκική πλευρά ήταν ο κύριος αυτουργός τέτοιων πράξεων, σταδιακά, κυρίως όμως με την διαπλοκή συμφερόντων διαφόρων χωρών και συνεπώς με τον παραγκωνισμό και τη θυσία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο βωμό της αποκόμισης κέρδους, εμπλέκονται ολοένα και περισσότερες διεθνείς πολιτικές δυνάμεις- αρωγοί στην προσπάθεια για προβολή και προπαγάνδα υπέρ των κατοχικών δυνάμεων που τις πλείστες φορές, εκτός από την απλή διαφώτιση και διαφήμιση των κατεχομένων, προβαίνουν φανερά και σε σειρά προκλητικών ιστορικών αναφορών με βασική επιδείωξη την αλλοίωση της ιστορίας του τόπου μας και αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Προσωπικά, θα ήθελα να εστιαστώ στο άρθρο της Αγγλίδας δημοσιογράφου της εφημερίδας The Sun, Σόφης Μάνσελ, με τίτλο ‘Cyprush for a bargain break’ που έπεσε στην αντίληψή μου στις 13 Σεπτεμβρίου 2008. Το εν λόγω άρθρο παρέθετε εκτενή αναφορά για ένα χωριό-θέρετρο κοντά στο λιμανάκι της Κερύνειας, συγκεκριμένα, υπογράμμιζε λεπτομερώς τα θέλγητρα του θέρετρου με όλες τις διαθέσιμες για τους τουρίστες υπηρεσίες. Στη συνέχεια γίνεται ιδιέταιρη μνεία για άλλα παραπλήσια θαλάσσια θέρετρα, για το λιμανάκι της Κερύνειας, το αββαείο του Μπέλλαπαϊς, το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, τη χερσόνησο της Καρπασίας και για την εγχώρια πανίδα και συγκεκριμένα για τις χελώνες της ‘Βόρειας Κύπρου’. (2) Σαν κατακλείδα, η δημοσιογράφος προτρέπει το αναγνωστικό κοινό να μην παραλείψει να επισκεπτεί τα κατεχόμενα μέρη όσο αυτό μπορεί, καθώς δε θα αργήσει ο τουρισμός να χτυπήσει αυτό το ιδιαίτερο μέρος, υπονοώντας ότι με την πάροδο του χρόνου το βόρειο τμήμα της Κύπρου θα γίνει ακόμα πιο δημοφιλές. Το άρθρο αυτό συνοδέυεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που εικονίζει σαγηνευτικά τοπία όπως το ιδυλλιακό λιμανάκι και κάστρο της Κερύνειας, παραλίες και ακτές της επαρχίας Κερύνειας. Πραγματικά συγκλονιστικό, στην συνείδηση του κάθε Ελληνοκύπριου, το εν λόγω άρθρο αντανακλά κάτι που πλέον δεν αποτελεί άτεγκτη γενίκευση, το ότι δηλαδή πλέον ο ξένος παράγοντας έχει νομιμοποιήσει για τα καλά το ψευδοκράτος, τουλάχιστο σε οικονομικό επίπεδο, αφού επίσημα δεν αναγνωρίζει το ψευδοκράτος σαν επίσημη κρατική οντότητα.



[1] Παιονίδης, Πανίκος, Κύπρος νυν και αεί (Λευκωσία: Ομοσπονδία Κυπριακών Εκδόσεων, 1990), σελ. 142.

[2] Μάνσελ, Σόφι, Cyprush for a bargain break, (http://www.thesun.co.uk/sol/homepage/travel/article1683040.ece).

Κυπριακό Πρόβλημα. Σκέψεις και Προβληματισμοί.

«Μιλούμε για την Κύπρο, για τον καημό και την τύψη του Ελληνισμού. Για το χρέος των Ελλήνων. Μιλούμε για την ταπείνωση την οποία ο Ελληνισμός υπέστη το 1974 και κατ’εξακολούθηση έκτοτε υφίσταται. Μιαν εθνική ταπείνωση που δυστυχώς δεν έχει συνειδητοποιηθεί από τον Ελληνισμό. Είναι ολοφάνερο ότι η ουσία του Κυπριακού προβλήματος δεν είναι, όπως ψευδώς ονομάζεται από έμας τους ίδιους, πρόβλημα πολιτικό, αλλά πρόβλημα τουρκικής εισβολής και τουρκικής κατοχής. Και σαν τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.»
Στέλιος Παπαθεμελής.[1]

Πράγματι, τριάντα πέντε χρόνια μετά το χρονικό της ανείπωτης τραγωδίας του κυπριακού ελληνισμού, της Κυπριακής κρίσης ή του Κυπριακού προβλήματος όπως πολλάκοις είθισται να αποκαλείται, το πρόβλημα αποτελεί ένα από τα μείζονα ζητήματα του Ελληνισμού καθώς και ένα από τα κρισιμότερα θέματα της ημερήσιας διάταξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε εθνικό όμως επίπεδο, όπως σωστά τονίζει ο Έλληνας βουλευτής, Στέλιος Παπαθεμελής το εν λόγω πρόβλημα που αενάως ταλανίζει τον ελληνισμό άπτεται άμεσα της εθνικής μας αξιοπρέπειας, υπόστασης, ακεραιότητας και σεβασμού στη γεωγραφική πρωτίστως επικράτεια που ανήκουμε και κατ’επέκταση στην παγκόσμια κοινή γνώμη και στο ιστορικο μας γίγνεσθαι. Μιλάμε λοιπόν για εθνική ταπείνωση και υποτέλεια. Ο αντίποδας, με λαβή την αχίλλειο μας πτέρνα, το προδοτικό πραξικόπημα, την ένδοθεν διάσπαση του ελληνισμού σε συνδυασμό με ευτελή και αβάσιμα προσχήματα όπως αυτό της διάσωσης και προστασίας των Τουρκοκυπρίων εισέβαλε προκλητικά αλλά και απρόσκοπτα στο νησί μας καταλαμβάνοντας το 37% της επιφάνειάς του. Το γεγονός αυτό είχε ως απότοκα την βάναυση κακοποίηση γυναικόπαιδων αλλά και άλλων ευαίσθητων ομάδων πληθυσμού, την προσφυγοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και κατ’επέκταση την απώλεια των περιουσιών των. Επιπρόσθετα, εξίσου σημαντικά στοιχεία που απορρέουν από την τραγωδία του 1974 αποτελούν η συνειδητά άσεμνη λεηλάτηση και αδυσώπητη καταστροφή των ελληνοκυπριακών περιουσιών, πολιτιστικών μνημείων, εκκλησιών, αξιοθέατων εξέχουσας σημασίας, τα οποία εκ των υστέρων χρησιμοποιήθηκαν σαν λάφυρα και πωλήθηκαν σε μουσεία και πολιτιστικά ιδρύματα του εξωτερικού ή σε ιδιώτες. Ακόμη, εκκλησίες που αποτελούσαν ιερά, σύμβολα της αγνής ορθόδοξης πίστης και δείγματα μιας απαράμιλλης πολιτιστικής κληρονομιάς μετατράπηκαν είτε σε τζαμιά ή έτη χειροτερα σε σταύλους ζώων. Η διάσταση του δράματος δεν περιορίζεται μόνο σε πολιτιστικο επίπεδο, επεκτείνεται αντίθετα και στις πτυχές του ανθρώπινου-πανανθρώπινου τομέα καθότι αρχικά 1619 αγνοούμενοι αποτελούσαν ένα επιμέρους βαρυσήμαντο ζήτημα της σκοτεινής πλευράς της κυπριακής τραγωδίας που σημάδεψε τον τόπο μας. Είναι συνάμα και ένα ζήτημα πανανθρώπινο καθότι οι ατελεύτητες προσπάθειες για εξακρίβωση της τύχης αυτών των ατόμων σε συνάρτηση με στοιχεία που ανευρέθησαν πρόσφατα συγκλόνισαν σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια κοινή γνώμη. Οι εγκλωβισμένοι μας, η ελληνική εκείνη μειοψηφία του βόρειου τμήματος της Κύπρου που διαχρονικά δεινοπαθεί υπό την απάνθρωπη και απαράδεκτη μεταχείρηση της κατοχικής διοίκησης, επεδίωκε και πάντα απέβλεπε στον όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό διατήρησης της ελληνικότητας αυτής της μειονότητας, πρωτίστως μέσω της παιδείας. Η προσπάθεια ωστόσο αφελληνισμού από πλευράς της κυβέρνησης του ψευδοκράτους, δεν επέφερε άμεσα καρπούς και δεν έκαμψε ολοκληρωτικά την αντίσταση και την εντατική προσπάθεια μόρφωσης και παιδαγώγησης των αυτόχθωνων κατοίκων, όπως αυτή που επέδειξε η Ελένη Φωκά. Ωστόσο, τα κωλύματα και οι αντιξοότητες φαντάζουν εξώφθαλμα εξαιρετικά έντονα και εμφατικά σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση του ελληνοκυπριακού στοιχείου στα κατεχόμενα, με την ολοένα και περισσότερη μετακίνηση πληθυσμών από το βορρά στο νότο.
Η τουρκική εισβολή αναπόδραστα επέφερε εξαιρετικά δυσμενή πλήγματα στον τομέα της οικονομίας, της βιομηχανίας και του τουρισμού. Εφόσον χιλιάδες πολίτες, επιχειρηματίες, βιομήχανοι και καιφαλαιούχοι απώλεσαν μόνιμα τις περιουσίες τους, τα ακίνητά τους, τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους νοείται ότι απώλεσαν και όλα τους τα κέρδη που νόμιμα αποκόμισαν, την αξία της γής τους, τα κεφάλαια τους και γενικά κάθε οικονομικό πόρο που διέθεταν και τους προσέδιδε κέρδος. Η οικονομία του τόπου μας πλήγηκε ανεπανόρθωτα, καθώς οι αποζημιώσεις που έπρεπε να χορηγηθούν στους πρόσφυγες ήταν ανυπολόγιστης αξίας, ενώ έχρηζε άμεσης ανάγκης η ανέγερση οικιών ή οικισμών για τους πρόσφυγες, διεθνούς αεροδρομίου, κυβερνητικών κτιρίων, δρόμων, υποδομές και έργα που θα είχαν άμεσο αντίκτυπο στην ανασύνταξη της τότε μοιρασμένης και βαριά λαβωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, με δεδομένη τη νέα κατάσταση πραγμάτων που είχε δημιουργηθεί.
Καθόλου αμελητέα παράμετρος της τραγωδιας δεν είναι αυτή που άπτεται των ψυχολογικών επιδράσεων στον επηρεαζόμενο κυπριακό λαό, είτε προσφυγοποιημένο είτε όχι. Εκτός από την οδύνη που προκλήθηκε μεταξύ άλλων από τη φυσική διαίρεση του νησιού, την άδικη καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων και το σφετερισμό των νόμιμων περιουσιών των, η τουρκική εισβολή αναντίρρητα στιγμάτισε ψυχολογικά τον κυπριακό και όχι μόνο ελληνισμό, αφήνοντάς του εύλογα ένα βαθύ μεταπολεμικό τραύμα και αποτυπώνοντάς του πικρές μνήμες αλλά και μια μισαλλόδοξη ως προς την τουρκική φυλή αντίληψη.
Ελέω των πιο πάνω παραμέτρων, δεν μπορούμε να θεωρούμε το Κυπριακό πρόβλημα απλά ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο πολιτικό ζήτημα το οπόιο εμπεριέχει δύο εθνότητες σε διένεξη, αλλά οφείλουμε να το εξετάζουμε και να το προσεγγίζουμε σαν ένα πρόβλημα μιας παράνομης και καταδικασταίας τουρκικής εισβολής, μιας παράδοξης και ταυτόχρονα οξύμορα αντικακαταστατικής πραγματικότητας σε ο,τι αφορά τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε., δεδομένου ότι η Κύπρος κατοχυρώνεται πλήρως από τα δικαιώματα που απορρέουν από τον καταστατικό χάρτη του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε., όντας μέλος του διεθνούς οργανισμού και της πλέον διευρημένης ευρωπαϊκής οικογένειας, πλην όμως δεν εφαρμόζονται ολότελα ή υπολογίζονται επιδερμικά. Οι προσπάθειες για λύση του Κυπριακού από το Καλοκαίρι του 1974 ήσαν ατέρμονες ενώ ο ακρωγονιαίος λίθος και το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος ανέκαθεν θεωρούνταν οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες των εκάστοτε προέδρων των δύο κοινοτήτων, απ’ευθείας δηλαδή διάλογος χωρίς καμία επιδιαιτησία που όμως μέχρι και σήμερα ουδέποτε τελεσφόρησε. Η πρώτη απόπειρα εξεύρεσης λύσης σημειώθηκε το Νοέμβριο του 1974, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα- συμπεριλαμβανομένου και της Τουρκίας – το ψήφισμα 3212, που ουσιαστικά θεμελίωνε το μοτίβο της λύσης του κυπριακού προβλήματος. Στις βασικές πρόνοιες του το ψήφισμα αξίωνε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο, το σεβασμό της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον τερματισμό της ανάμιξης στις εσωτερικές της υποθέσεις και τη λήψη άμεσων μέτρων για την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους κάτω από συνθήκες ασφάλειας. Τις αρχές και αξίες αυτού του πολυσήμαντου ψηφίσματος θέτουμε σαν θεμέλιο λίθο και βάση μέχρι και σήμερα στην οικοδόμηση των διακοινοτικών συνομιλιών, την απαρχή των οποίων σηματοδότησαν οι Μακάριος-Ντεκτάς με την συμφωνία υψηλού επιπέδου που υπογράφτηκε τον Μάρτιο του 1977 στη Βιέννη, ενώ σήμερα στις συνομιλίες αυτές εμπλέκονται οι νυν προέδροι των δύο κοινοτήτων, οι Δημήτρης Χριστόφιας που αντιπροσωπεύει την Κυπριακή Δημοκρατία και Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, εκπρόσωπος του ψευδοκράτους. Η άτεγκτη, αδιάλλακτη και άκαμπτη στάση της Τουρκικής κυβέρνησης που εξωκατευθύνει και καθορίζει τη στάση της ‘θυγατρικής’ τουρκοκυπριακής πλευράς καταφαίνεται να λειτουργεί σαν βασική τροχοπέδη στη δημιουργία προϋποθέσεων για επίλυση του προβλήματος. Επιπρόσθετα σ’άυτό, ο ξένος παράγοντας, κατέχοντας πάντα το ρόλο τρίτου, παρόλες τις επιφανειακές προσπάθειες που ανέκαθεν κατέβαλλε, λόγω της μη αποκόμισης συμφερόντων από το Κυπριακό, όχι μόνο δεν κατάφερε να διαδραματίσει λυσιτελή και επουσιώδη ρόλο στο όλο σκηνικό, αντίθετα περιέπλεξε περισσότερο τις εξελίξεις, αψηφώντας τα τετελεσμένα του τούρκου εισβολέα και στο όνομα της επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων ζητά από την ελληνοκυπριακή πλευρά να επιδείξει καλή θέληση και να υποχωρήσει τη στιγμή που αυτό αναιρείται οφθαλμοφανέστατα από την τουρκική πλευρά, όχι μόνο σε ο,τι αφορά στάση και συμπεριφορά αλλά και σε σεβασμό στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, ασυνέπεια απέναντι σε κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεδομένης της συνεχούς ύπαρξης τουρκικών στρατευμάτων και εποίκων, στοιχεία που αναμφισβήτητα δυσχεραίνουν άρδην την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού.
Όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν τους βασικούς πυλώνες που συγκροτούν το Κυπριακό Πρόβλημα από τη μέρα που αυτό προέκυψε μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, σ’αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα καθορισμού του βαθμού ποιότητας των καρπών των διαδικασιών επίλυσης είναι σχετικά μεγάλη από το λαό των δύο κοινοτήτων, τίποτα δεν είναι σαφές ή ξεκάθαρο, καθότι είναι νωρίς ακόμη να κριθεί ό,τιδήποτε αφού εκκρεμεί ακόμη η συμπλήρωση όλων των κομματιών του ‘‘πάζλ’’ που θα οδηγήσει σε μια ολότελα δίκαιη και βιώσιμη επανένωση του νησιού. Η συνεχής σκλήρυνση της στάσης της Τουρκίας σε συνάρτηση με τις ανηλεείς αρνητικές και προκλητικές θέσεις, αξιώσεις και απειλές της βάσει των διαχρονικών επεκτατικών της βλέψεων αποθαρρύνουν και καθιστούν δυσοίωνη κάθε προοπτική προς την ιδανική προαναφερθείσα λύση. Είναι πασιφανές πως εκ των πραγμάτων, τα τεκταινόμενα δυσαρεστούν την πλειονότητα της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας, αφού η Τουρκία εξωκατευθύνει τη μορφή της λύσης προς το μοντέλο της συνομοσπονδίας, κάτι που είναι απευκταίο από τη δική μας πλευρά και σε καμιά περίπτωση δεν πραγματεύεται. Η τύχη λοιπόν του Κυπριακού, με το χαρακτήρα που έχει διαμορφώσει σήμερα επαφίεται πρωτίστως σε ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν όλους τους εμπλεκόμενους.
Αρχίζοντας από την πλευρά του αντίποδα, εκ των ων ουκ άνευ επιβάλλεται να αποσύρει πρώτα απ’όλα όλα τα κατοχικά στρατεύματα από τα κατεχόμενα εδάφη και να επινοήσει στρατηγική πολιτική για μετακίνηση των εποίκων από το νησί. Άλλη βαρυσήμαντη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψην είναι η παύση του επεμβατισμού από πλευράς Τουρκικής Κυβέρνησης σε όποιαδήποτε διαδικασία που αφορά το Κυπριακό. Παράλληλα, όπως σωστά επιχειρείται σήμερα, πρέπει πάση θυσία η Τουρκία να πειστεί ότι είναι προς το συμφέρον της να συμπορευτεί με την ελληνοκυπριακή πλευρά με βασικό άξονα την εγκαινίαση μιας πιο ανοικτόμυαλης πολιτικής που ν’ αποβλέπει και να κλίνει σε ενωτικού και όχι διχοτομικού ή διζωνικού χαρακτήρα λύση. Εξάλλου βάσει των συμφωνηθέντων Ταλάτ-Χριστόφια πηγάζει η εγκαθίδρυση ενός κράτους ισοπολιτείας με μια κυριαρχία και ιθαγένεια.
Επίσης η εκάστοτε κυπριακή κυβέρνηση θα πρέπει να θεμελιώσει συγκεκριμένη, συγκροτημένη και ενιαία κοινή πολιτική ή στρατηγική στο Κυπριακό. Ενόψει επίσης της πολυπλοκότητας και των ιδιαιτεροτήτων των ποικίλων πτυχών του προβλήματος που σφυρηλατεί αναπόδραστα ένα φαύλο κύκλο, είναι επιβεβλημένος ο συντονισμός και ο προγραμματισμός τόσο σε εθνικό επίπεδο, με την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων από πλευράς της ολομέλειας του Εθνικού Συμβουλίου όσο και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, με την άμεση συνεργασία και συνεννόηση κατά κύριο λόγο με την Αθήνα, την ελληνική δηλαδή κυβέρνηση, αλλά και με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Η πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Χριστόφια στο Βατικανό με τον προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και με τον Ιταλό Πρωθυπουργό, Σίλβιο Μπερλουσκόνι επιβεβαίωσε την προσπάθεια ενδυνάμωσης διακρατικών σχέσεων καθώς και επίτευξης μιας πολύπλευρης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της ξένης κοινής γνώμης όσον αφορά ένα σύγχρονο και λεπτό πολιτικό πρόβλημα όπως αυτό της Κύπρου. Ωστόσο, κλείνοντας, στρέφομαι και πάλιν πίσω στην προμετωπίδα του προλόγου και στα λόγια του Έλληνα βουλευτή, Στέλιου Παπαθεμελή που τονίζει ευθαρσώς ότι το πρόβλημα της Κύπρου συνιστά πρόβλημα τουρκικής εισβολής και κατοχής, μιας εξόφθαλμης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που με καμιά προπαγάνδα ή επικοινωνιακό κόλπο δεν μπορεί να συγκαλυφτεί ή να επισκιαστεί. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι «ο αγώνας της Κύπρου δεν είναι αγώνας συνθημάτων ή κομματικών ανταγωνισμών, αλλά ενας δίκαιος αγώνας για την επιβίωση ενός ιστορικού λαού, με εθνική μνήμη και παράδοση και ενός χώρου που τον καθιέγιασαν με το αίμα, τα ολοκαυτώματα και τη θυσία τους οι αγωνιστές και εθνομάρτυρες της ελευθερίας, αυτοί που έδωσαν το αίμα τους για να θεμελιωθεί η ανεξαρτησία και ελευθερία της Κύπρου. Η ειρηνική μάχη για τη σωτηρία της Κύπρου πρέπει να δίνεται σ’όλα τα επίπεδα, από ένα λαό ενωμένο και συμφιλιωμένο που έχει επίγνωση του τι επιδιώκει και πιστεύει σάυτό το οποίο αγωνίζεται».

[1] Διάφοροι Συγγραφείς (2002). Αντίσταση ή Υποταγή, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη.