Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Κυπριακό Πρόβλημα. Σκέψεις και Προβληματισμοί.

«Μιλούμε για την Κύπρο, για τον καημό και την τύψη του Ελληνισμού. Για το χρέος των Ελλήνων. Μιλούμε για την ταπείνωση την οποία ο Ελληνισμός υπέστη το 1974 και κατ’εξακολούθηση έκτοτε υφίσταται. Μιαν εθνική ταπείνωση που δυστυχώς δεν έχει συνειδητοποιηθεί από τον Ελληνισμό. Είναι ολοφάνερο ότι η ουσία του Κυπριακού προβλήματος δεν είναι, όπως ψευδώς ονομάζεται από έμας τους ίδιους, πρόβλημα πολιτικό, αλλά πρόβλημα τουρκικής εισβολής και τουρκικής κατοχής. Και σαν τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.»
Στέλιος Παπαθεμελής.[1]

Πράγματι, τριάντα πέντε χρόνια μετά το χρονικό της ανείπωτης τραγωδίας του κυπριακού ελληνισμού, της Κυπριακής κρίσης ή του Κυπριακού προβλήματος όπως πολλάκοις είθισται να αποκαλείται, το πρόβλημα αποτελεί ένα από τα μείζονα ζητήματα του Ελληνισμού καθώς και ένα από τα κρισιμότερα θέματα της ημερήσιας διάταξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε εθνικό όμως επίπεδο, όπως σωστά τονίζει ο Έλληνας βουλευτής, Στέλιος Παπαθεμελής το εν λόγω πρόβλημα που αενάως ταλανίζει τον ελληνισμό άπτεται άμεσα της εθνικής μας αξιοπρέπειας, υπόστασης, ακεραιότητας και σεβασμού στη γεωγραφική πρωτίστως επικράτεια που ανήκουμε και κατ’επέκταση στην παγκόσμια κοινή γνώμη και στο ιστορικο μας γίγνεσθαι. Μιλάμε λοιπόν για εθνική ταπείνωση και υποτέλεια. Ο αντίποδας, με λαβή την αχίλλειο μας πτέρνα, το προδοτικό πραξικόπημα, την ένδοθεν διάσπαση του ελληνισμού σε συνδυασμό με ευτελή και αβάσιμα προσχήματα όπως αυτό της διάσωσης και προστασίας των Τουρκοκυπρίων εισέβαλε προκλητικά αλλά και απρόσκοπτα στο νησί μας καταλαμβάνοντας το 37% της επιφάνειάς του. Το γεγονός αυτό είχε ως απότοκα την βάναυση κακοποίηση γυναικόπαιδων αλλά και άλλων ευαίσθητων ομάδων πληθυσμού, την προσφυγοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και κατ’επέκταση την απώλεια των περιουσιών των. Επιπρόσθετα, εξίσου σημαντικά στοιχεία που απορρέουν από την τραγωδία του 1974 αποτελούν η συνειδητά άσεμνη λεηλάτηση και αδυσώπητη καταστροφή των ελληνοκυπριακών περιουσιών, πολιτιστικών μνημείων, εκκλησιών, αξιοθέατων εξέχουσας σημασίας, τα οποία εκ των υστέρων χρησιμοποιήθηκαν σαν λάφυρα και πωλήθηκαν σε μουσεία και πολιτιστικά ιδρύματα του εξωτερικού ή σε ιδιώτες. Ακόμη, εκκλησίες που αποτελούσαν ιερά, σύμβολα της αγνής ορθόδοξης πίστης και δείγματα μιας απαράμιλλης πολιτιστικής κληρονομιάς μετατράπηκαν είτε σε τζαμιά ή έτη χειροτερα σε σταύλους ζώων. Η διάσταση του δράματος δεν περιορίζεται μόνο σε πολιτιστικο επίπεδο, επεκτείνεται αντίθετα και στις πτυχές του ανθρώπινου-πανανθρώπινου τομέα καθότι αρχικά 1619 αγνοούμενοι αποτελούσαν ένα επιμέρους βαρυσήμαντο ζήτημα της σκοτεινής πλευράς της κυπριακής τραγωδίας που σημάδεψε τον τόπο μας. Είναι συνάμα και ένα ζήτημα πανανθρώπινο καθότι οι ατελεύτητες προσπάθειες για εξακρίβωση της τύχης αυτών των ατόμων σε συνάρτηση με στοιχεία που ανευρέθησαν πρόσφατα συγκλόνισαν σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια κοινή γνώμη. Οι εγκλωβισμένοι μας, η ελληνική εκείνη μειοψηφία του βόρειου τμήματος της Κύπρου που διαχρονικά δεινοπαθεί υπό την απάνθρωπη και απαράδεκτη μεταχείρηση της κατοχικής διοίκησης, επεδίωκε και πάντα απέβλεπε στον όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό διατήρησης της ελληνικότητας αυτής της μειονότητας, πρωτίστως μέσω της παιδείας. Η προσπάθεια ωστόσο αφελληνισμού από πλευράς της κυβέρνησης του ψευδοκράτους, δεν επέφερε άμεσα καρπούς και δεν έκαμψε ολοκληρωτικά την αντίσταση και την εντατική προσπάθεια μόρφωσης και παιδαγώγησης των αυτόχθωνων κατοίκων, όπως αυτή που επέδειξε η Ελένη Φωκά. Ωστόσο, τα κωλύματα και οι αντιξοότητες φαντάζουν εξώφθαλμα εξαιρετικά έντονα και εμφατικά σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση του ελληνοκυπριακού στοιχείου στα κατεχόμενα, με την ολοένα και περισσότερη μετακίνηση πληθυσμών από το βορρά στο νότο.
Η τουρκική εισβολή αναπόδραστα επέφερε εξαιρετικά δυσμενή πλήγματα στον τομέα της οικονομίας, της βιομηχανίας και του τουρισμού. Εφόσον χιλιάδες πολίτες, επιχειρηματίες, βιομήχανοι και καιφαλαιούχοι απώλεσαν μόνιμα τις περιουσίες τους, τα ακίνητά τους, τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους νοείται ότι απώλεσαν και όλα τους τα κέρδη που νόμιμα αποκόμισαν, την αξία της γής τους, τα κεφάλαια τους και γενικά κάθε οικονομικό πόρο που διέθεταν και τους προσέδιδε κέρδος. Η οικονομία του τόπου μας πλήγηκε ανεπανόρθωτα, καθώς οι αποζημιώσεις που έπρεπε να χορηγηθούν στους πρόσφυγες ήταν ανυπολόγιστης αξίας, ενώ έχρηζε άμεσης ανάγκης η ανέγερση οικιών ή οικισμών για τους πρόσφυγες, διεθνούς αεροδρομίου, κυβερνητικών κτιρίων, δρόμων, υποδομές και έργα που θα είχαν άμεσο αντίκτυπο στην ανασύνταξη της τότε μοιρασμένης και βαριά λαβωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, με δεδομένη τη νέα κατάσταση πραγμάτων που είχε δημιουργηθεί.
Καθόλου αμελητέα παράμετρος της τραγωδιας δεν είναι αυτή που άπτεται των ψυχολογικών επιδράσεων στον επηρεαζόμενο κυπριακό λαό, είτε προσφυγοποιημένο είτε όχι. Εκτός από την οδύνη που προκλήθηκε μεταξύ άλλων από τη φυσική διαίρεση του νησιού, την άδικη καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων και το σφετερισμό των νόμιμων περιουσιών των, η τουρκική εισβολή αναντίρρητα στιγμάτισε ψυχολογικά τον κυπριακό και όχι μόνο ελληνισμό, αφήνοντάς του εύλογα ένα βαθύ μεταπολεμικό τραύμα και αποτυπώνοντάς του πικρές μνήμες αλλά και μια μισαλλόδοξη ως προς την τουρκική φυλή αντίληψη.
Ελέω των πιο πάνω παραμέτρων, δεν μπορούμε να θεωρούμε το Κυπριακό πρόβλημα απλά ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο πολιτικό ζήτημα το οπόιο εμπεριέχει δύο εθνότητες σε διένεξη, αλλά οφείλουμε να το εξετάζουμε και να το προσεγγίζουμε σαν ένα πρόβλημα μιας παράνομης και καταδικασταίας τουρκικής εισβολής, μιας παράδοξης και ταυτόχρονα οξύμορα αντικακαταστατικής πραγματικότητας σε ο,τι αφορά τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε., δεδομένου ότι η Κύπρος κατοχυρώνεται πλήρως από τα δικαιώματα που απορρέουν από τον καταστατικό χάρτη του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε., όντας μέλος του διεθνούς οργανισμού και της πλέον διευρημένης ευρωπαϊκής οικογένειας, πλην όμως δεν εφαρμόζονται ολότελα ή υπολογίζονται επιδερμικά. Οι προσπάθειες για λύση του Κυπριακού από το Καλοκαίρι του 1974 ήσαν ατέρμονες ενώ ο ακρωγονιαίος λίθος και το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος ανέκαθεν θεωρούνταν οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες των εκάστοτε προέδρων των δύο κοινοτήτων, απ’ευθείας δηλαδή διάλογος χωρίς καμία επιδιαιτησία που όμως μέχρι και σήμερα ουδέποτε τελεσφόρησε. Η πρώτη απόπειρα εξεύρεσης λύσης σημειώθηκε το Νοέμβριο του 1974, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα- συμπεριλαμβανομένου και της Τουρκίας – το ψήφισμα 3212, που ουσιαστικά θεμελίωνε το μοτίβο της λύσης του κυπριακού προβλήματος. Στις βασικές πρόνοιες του το ψήφισμα αξίωνε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο, το σεβασμό της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον τερματισμό της ανάμιξης στις εσωτερικές της υποθέσεις και τη λήψη άμεσων μέτρων για την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους κάτω από συνθήκες ασφάλειας. Τις αρχές και αξίες αυτού του πολυσήμαντου ψηφίσματος θέτουμε σαν θεμέλιο λίθο και βάση μέχρι και σήμερα στην οικοδόμηση των διακοινοτικών συνομιλιών, την απαρχή των οποίων σηματοδότησαν οι Μακάριος-Ντεκτάς με την συμφωνία υψηλού επιπέδου που υπογράφτηκε τον Μάρτιο του 1977 στη Βιέννη, ενώ σήμερα στις συνομιλίες αυτές εμπλέκονται οι νυν προέδροι των δύο κοινοτήτων, οι Δημήτρης Χριστόφιας που αντιπροσωπεύει την Κυπριακή Δημοκρατία και Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, εκπρόσωπος του ψευδοκράτους. Η άτεγκτη, αδιάλλακτη και άκαμπτη στάση της Τουρκικής κυβέρνησης που εξωκατευθύνει και καθορίζει τη στάση της ‘θυγατρικής’ τουρκοκυπριακής πλευράς καταφαίνεται να λειτουργεί σαν βασική τροχοπέδη στη δημιουργία προϋποθέσεων για επίλυση του προβλήματος. Επιπρόσθετα σ’άυτό, ο ξένος παράγοντας, κατέχοντας πάντα το ρόλο τρίτου, παρόλες τις επιφανειακές προσπάθειες που ανέκαθεν κατέβαλλε, λόγω της μη αποκόμισης συμφερόντων από το Κυπριακό, όχι μόνο δεν κατάφερε να διαδραματίσει λυσιτελή και επουσιώδη ρόλο στο όλο σκηνικό, αντίθετα περιέπλεξε περισσότερο τις εξελίξεις, αψηφώντας τα τετελεσμένα του τούρκου εισβολέα και στο όνομα της επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων ζητά από την ελληνοκυπριακή πλευρά να επιδείξει καλή θέληση και να υποχωρήσει τη στιγμή που αυτό αναιρείται οφθαλμοφανέστατα από την τουρκική πλευρά, όχι μόνο σε ο,τι αφορά στάση και συμπεριφορά αλλά και σε σεβασμό στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, ασυνέπεια απέναντι σε κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεδομένης της συνεχούς ύπαρξης τουρκικών στρατευμάτων και εποίκων, στοιχεία που αναμφισβήτητα δυσχεραίνουν άρδην την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού.
Όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν τους βασικούς πυλώνες που συγκροτούν το Κυπριακό Πρόβλημα από τη μέρα που αυτό προέκυψε μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, σ’αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα καθορισμού του βαθμού ποιότητας των καρπών των διαδικασιών επίλυσης είναι σχετικά μεγάλη από το λαό των δύο κοινοτήτων, τίποτα δεν είναι σαφές ή ξεκάθαρο, καθότι είναι νωρίς ακόμη να κριθεί ό,τιδήποτε αφού εκκρεμεί ακόμη η συμπλήρωση όλων των κομματιών του ‘‘πάζλ’’ που θα οδηγήσει σε μια ολότελα δίκαιη και βιώσιμη επανένωση του νησιού. Η συνεχής σκλήρυνση της στάσης της Τουρκίας σε συνάρτηση με τις ανηλεείς αρνητικές και προκλητικές θέσεις, αξιώσεις και απειλές της βάσει των διαχρονικών επεκτατικών της βλέψεων αποθαρρύνουν και καθιστούν δυσοίωνη κάθε προοπτική προς την ιδανική προαναφερθείσα λύση. Είναι πασιφανές πως εκ των πραγμάτων, τα τεκταινόμενα δυσαρεστούν την πλειονότητα της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας, αφού η Τουρκία εξωκατευθύνει τη μορφή της λύσης προς το μοντέλο της συνομοσπονδίας, κάτι που είναι απευκταίο από τη δική μας πλευρά και σε καμιά περίπτωση δεν πραγματεύεται. Η τύχη λοιπόν του Κυπριακού, με το χαρακτήρα που έχει διαμορφώσει σήμερα επαφίεται πρωτίστως σε ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν όλους τους εμπλεκόμενους.
Αρχίζοντας από την πλευρά του αντίποδα, εκ των ων ουκ άνευ επιβάλλεται να αποσύρει πρώτα απ’όλα όλα τα κατοχικά στρατεύματα από τα κατεχόμενα εδάφη και να επινοήσει στρατηγική πολιτική για μετακίνηση των εποίκων από το νησί. Άλλη βαρυσήμαντη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψην είναι η παύση του επεμβατισμού από πλευράς Τουρκικής Κυβέρνησης σε όποιαδήποτε διαδικασία που αφορά το Κυπριακό. Παράλληλα, όπως σωστά επιχειρείται σήμερα, πρέπει πάση θυσία η Τουρκία να πειστεί ότι είναι προς το συμφέρον της να συμπορευτεί με την ελληνοκυπριακή πλευρά με βασικό άξονα την εγκαινίαση μιας πιο ανοικτόμυαλης πολιτικής που ν’ αποβλέπει και να κλίνει σε ενωτικού και όχι διχοτομικού ή διζωνικού χαρακτήρα λύση. Εξάλλου βάσει των συμφωνηθέντων Ταλάτ-Χριστόφια πηγάζει η εγκαθίδρυση ενός κράτους ισοπολιτείας με μια κυριαρχία και ιθαγένεια.
Επίσης η εκάστοτε κυπριακή κυβέρνηση θα πρέπει να θεμελιώσει συγκεκριμένη, συγκροτημένη και ενιαία κοινή πολιτική ή στρατηγική στο Κυπριακό. Ενόψει επίσης της πολυπλοκότητας και των ιδιαιτεροτήτων των ποικίλων πτυχών του προβλήματος που σφυρηλατεί αναπόδραστα ένα φαύλο κύκλο, είναι επιβεβλημένος ο συντονισμός και ο προγραμματισμός τόσο σε εθνικό επίπεδο, με την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων από πλευράς της ολομέλειας του Εθνικού Συμβουλίου όσο και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, με την άμεση συνεργασία και συνεννόηση κατά κύριο λόγο με την Αθήνα, την ελληνική δηλαδή κυβέρνηση, αλλά και με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Η πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Χριστόφια στο Βατικανό με τον προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και με τον Ιταλό Πρωθυπουργό, Σίλβιο Μπερλουσκόνι επιβεβαίωσε την προσπάθεια ενδυνάμωσης διακρατικών σχέσεων καθώς και επίτευξης μιας πολύπλευρης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της ξένης κοινής γνώμης όσον αφορά ένα σύγχρονο και λεπτό πολιτικό πρόβλημα όπως αυτό της Κύπρου. Ωστόσο, κλείνοντας, στρέφομαι και πάλιν πίσω στην προμετωπίδα του προλόγου και στα λόγια του Έλληνα βουλευτή, Στέλιου Παπαθεμελή που τονίζει ευθαρσώς ότι το πρόβλημα της Κύπρου συνιστά πρόβλημα τουρκικής εισβολής και κατοχής, μιας εξόφθαλμης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που με καμιά προπαγάνδα ή επικοινωνιακό κόλπο δεν μπορεί να συγκαλυφτεί ή να επισκιαστεί. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι «ο αγώνας της Κύπρου δεν είναι αγώνας συνθημάτων ή κομματικών ανταγωνισμών, αλλά ενας δίκαιος αγώνας για την επιβίωση ενός ιστορικού λαού, με εθνική μνήμη και παράδοση και ενός χώρου που τον καθιέγιασαν με το αίμα, τα ολοκαυτώματα και τη θυσία τους οι αγωνιστές και εθνομάρτυρες της ελευθερίας, αυτοί που έδωσαν το αίμα τους για να θεμελιωθεί η ανεξαρτησία και ελευθερία της Κύπρου. Η ειρηνική μάχη για τη σωτηρία της Κύπρου πρέπει να δίνεται σ’όλα τα επίπεδα, από ένα λαό ενωμένο και συμφιλιωμένο που έχει επίγνωση του τι επιδιώκει και πιστεύει σάυτό το οποίο αγωνίζεται».

[1] Διάφοροι Συγγραφείς (2002). Αντίσταση ή Υποταγή, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου