Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Χαίρετε Αμμόχωστος

Χαρείτε, Τούρκοι, σαν παιδιά για το μεγάλο δώρο
μια πόλη και πανύψηλη, με όλα τα προικιά της,
σας ικετεύει «πάρτε με κι αδειάστε με,
γεμίστε τις βάρκες σας με πράγματα μοναδικά
και θεία, να σχωρεθούν τα αποθαμένα σας».

Μπαίνουν και τι να ιδουν! Μια πόλη στολισμένη
τον πέπλο του μαρτυρίου, καλά προετοιμασμένη στο σφίξιμο, το δέσιμο,
την έκπαγλη αντοχή.[1]

Το χρονικό της κατάληψης της Αμμοχώστου από τους τους Τούρκους κατά τη Β’ φάση της Εισβολής.
Το πρωϊ της Τετάρτης, 14/8/74 ξεσπούν αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον των θέσεων της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι σήμαναν την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης ΑΤΤΙΛΑΣ 2, που ουσιαστικά επιστέγασε τον πόνο και την οδύνη του πολέμου στο νησί μας. Η προαναφερθείσα επιχείρηση εξελίκτηκε σε περίπατο δεδομένου ότι η ενίσχυση του γεφυρώματος των Τούρκων ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με έμψυχο αλλά πρωτίστως με πολεμικό υλικό, με το οποίο οι εχθρικές δυνάμεις κατάφεραν να κυριαρχήσουν τόσο στον αέρα όσο και στη θάλασσα αλλά και τη ξηρά. Στον αντίποδα, όσον αφορά δηλαδή τη δική μας πλευρά, η κατάστασή μας σε επιχειρησιακή ετοιμότητα ήταν αξιοθρήνητη, δεδομένου του πεπαλαιωμένου πολεμικού στόλου που διέθετε αλλά και των λανθασμένων κινήσεων και τακτικών της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, που άφησαν την Κύπρο στο έλεος του Αττίλα για δεύτερη φορά. Ουσιαστικά μόνο η Λευκωσία ήταν σχετικά προετοιμασμένη για σοβαρή αντίσταση. Επομένως δεν προνοήθηκε εκκένωση χωριών που γειτνίαζαν με τα επικίνδυνα σημεία του μετώπου. Ωστόσο λόγω της γρήγορης προέλασης των αντίπαλων στρατευμάτων πολλοί κάτοικοι των χωριών Άσσια και Κυθρέα δεν κατάφεραν να φύγουν με αποτέλεσμα να υποστούν κακουχίες, να δολοφονηθούν ή να αιχμαλωτιστούν και να καταστούν αγνοούμενοι. Πρωταρχικός στόχος των τουρκικών δυνάμεων ήταν η διάσπαση της αμυντικής γραμμής που ξεκινούσε από τα προάστια της Λευκωσίας Καϊμακλί και Παλουριώτισσα και διερχόταν από το χωριό Μια Μηλιά και κατέληγε στο χωριό Κουτσοβέντης και στο μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου πάνω στον Πενταδάκτυλο. Τυχόν επιτυχία στον τομέα αυτό θα διευκόλυνε δραματικά την διέλευση των Τούρκων στην πεδιάδα της Μεσαορίας με απότερο σκοπό την κατάληψη της Αμμοχώστου.
Αρχίζοντας λοιπόν από τη Μια Μηλιά και υπό την καθοδήγηση του Μπεντρετίν Ντεμιρέλ, η 39η Μεραρχία της οποίας η αποστολή ήταν η προέλαση στην Αμμόχωστο ξεκίνησε την επιθετική της προσπάθεια ενάντια στις δυνάμεις του 305 Τ.Π. με επικεφαλή τον Κύπριο Ταγματάρχη Αναστάσιο Μάρκου. Οι ασθενείς αντιστάσεις της Ε.Φ. όμως δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την πολυβολία των εχθρών, παρά τα οχυρωματικά μέτρα που λήφθησαν. Ο ίδιος ο ταγματάρχης όμως ουδέποτε λύγισε και παραμένει έκτοτε αγνοούμενος.
Η προέλαση των Τούρκων συνεχίστηκε από τη Μια Μηλιά και διασπάστηκε σε δύο κατευθύνσεις. Βορειότερα κατελήφθησαν η Κυθρέα και τα χωριά πέριξ της κωμόπολης, μερικά από τα οποία ανήκαν στο δυτικό τμήμα του θυλάκου του Τζιάους. Νοτιότερα η προέλασης της 39ης Μεραρχίας επικεντρώθηκε στον άξονα του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Αμμοχώστου. Κατελήφθησαν τα χωριά Αφάνεια, Άσσια και το μεικτό χωριό Βατυλή ενώ αργότερα η προέλαση προχώρησε νοτιότερα εως και το μικρό αεροδρόμιο της Τύμπου. Την επομένη στις 15/8/74, η οχυρωμένη γραμμή Στύλλων-Λιμνιών εγκαταλείφθηκε στο άκουσμα προσέγγισης τουρκικών τάνκς. Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, τα τουρκικά στρατεύματα εισέρχονται στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου που κατοικείτο από Τουρκοκύπριους. Το δε Βαρώσι, που αποτελούσε το ελληνικό τμήμα της πόλης άρχισε από την πρώτη κιόλας μέρα της δεύτερης φάσης της εισβολής να εκκενώνεται λόγω των αλλεπάλληλων βομβαρδισμών. Σταδιακά η Αμμόχωστος εγκαταλέιπεται αμαχητί από τις δημοτικές και αστυνομικές αρχές καθώς και από όλες τις μονάδες της Ε.Φ. Τελικά, όταν ο Καναδός ταξίαρχος της UNFICYP, που ήταν υπέυθυνος για την περιοχή της Αμμοχώστου πληροφόρησε τους Τούρκους ότι η πόλη είχε εγκαταλειφθεί πλήρως, οι δεύτεροι την έθεσαν απρόσκοπτα υπό την κατοχή τους. [2]


[1] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ‘Σκυτάλη’ από το Αμμόχωστος Βασιλεύουσα (Β’ έκδοση), (Αθήνα: Εκδόσεις ‘Αγρα, 1997 ).
[2] Λάμπρου, Γ. (2008). Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία 1960-2004, Λευκωσία: ΘΕΚΟΝΑ Λτδ.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Στρουθοκαμηλισμός, μεροληψία και οπορτουνισμός

Και ενώ στη δική μας πλευρά όλα σχεδόν το τελευταίο χρονικό διάστημα περιστρέφονται γύρω από τον άξονα των προεδρίων και των αντιπροεδρίων των ημικρατικών οργανισμών καθώς και την κατανομή εξουσιών, την άκρατη και απύθμενη έξαρση επικρίσεων και διαξιφισμών για υποχθώνιες συμφωνίες και κομματικές «βουλημίες» , στον αντίποδα τίθεται σοβαρό θέμα πολιτογράφησης τούρκων εποίκων και παραχώρησης αδειών εργασίας σ’αυτούς, στο παράνομα εγκαθιδρυμένο καθεστώς των κατεχομένων. Συγκεκριμένα, ευνοείται η παραχώρηση λευκής κάρτας στους εργάτες τουρκικής προέλευσης που διαμένουν παράνομα στα κατεχόμενα. Την ίδια ώρα, καιροσκοπικά διαμορφώνεται η πολιτική που ακολουθεί το παράνομο υπουργείο εργασίας και ως τέτοιο τόσο η πολιτογράφηση νέων «πολιτών» όσο και η παραχώρηση «υπηκοοτήτων» θα καθοριστεί σημαντικά από το βαθμό διασάλευσης και κλονισμού των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Η διφορούμενη αυτή θέση αφήνει να νοηθεί ότι σε περίπτωση που οι συνομιλίες δεν σημειώσουν ανάκαμψη τότε ενδέχεται να αλλάξει η πολιτική της «κυβέρνησης» που θα ευνοήσει τις παραχωρήσεις «υπηκοοτήτων» , ενώ από την άλλη δεν αφήνεται να αποκρυσταλλωθούν οι θέσεις των τουρκοκυπρίων σχετικά με τον αριθμό των εποίκων που θα παραμείνουν μετά τη λύση. Η πολιτογράφηση λοιπόν των εποίκων που διαμένουν στα κατεχόμενα εδώ και 20 χρόνια θα επαφίεται κατά κύριο λόγο στην εκάστοτε πορεία και τροπή των συνομιλιών. Όπως όμως καταφαίνεται από την ίδια την «κυβέρνηση», επι καθημερινής βάσεως καταφτάνουν στα κατεχόμενα περίπου 100 εργάτες – γεγονός που που λειτουργεί εν μέρει σαν εφαλτήριο στην αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχομένων - ενώ σε αντίθεση με την προηγούμενη κυβέρνηση που ανέστελλε την παραχώρηση τέτοιων αδειών , η πολιτική της υφιστάμενης κυβέρνησης εφελκύει τους εργάτες στο να προσκομίζουν τις άδειές τους προς εξοβελισμό όποιασδήποτε μορφής εφεκτικότητας ή απογοήτευσης από πλευράς εποίκων. Ταυτόχρονα, όπως έχει γνωστοποιηθεί πρόσφατα στην κοινή γνώμη, ολοκληρώνεται σύντομα η αποπεράτωση στρατιωτικών έργων στην περιοχή των Κοκκίνων της Τυλληρίας. Η εν λόγω περιοχή που αποτελεί «προσάρτημα» της ούτω καλούμενης ΤΔΒΚ στρατικοποιείται εξώφθαλμα, σφυρηλατώντας άμεσους κινδύνους που άπτονται της πορείας των διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού, πέραν επίσης του παράνομου και αντικαταστατικού χαρακτήρα που φέρουν τέτοιες ενέργειες. Αυτή είναι η ένδειξη «καλής θελήσεως» που αντανακλάται μέσα από τα συμφωνηθέντα και τους καρπούς των συνομιλιών; Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και μ’ αυτούς τους οιωνούς θα προχωρήσουμε σε κοινή συμβίωση; Δεν νοείται κοινή συμβίωση και επανένωση χωρίς την από κοινού επιδίωξη σεβασμού, και δεν λέω υποχωρήσεων για να μην παρεξηγηθώ. Η πολυδιάστατη έννοια της «υποχώρησης» εμπερικλείει πολλές επιμέρους παραμέτρους που θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν με την αντίληψη και την έννοια της συνθηκολόγησης και του ενδοτισμού, νομιμοποιώντας νομοτελειακά και τα τετελεσμένα της βάρβαρης εισβολής. Θα σημείωνα πως η έννοια της υποχώρησης θα ταίριαζε καλύτερα να συνυφανθεί σε εμπειρικό επίπεδο με την έννοια της «κοινοβιακής» συμβίωσης των δύο κοινοτήτων. Το ότι δηλαδή οι δύο κοινότητες δε θα γειτνιάζουν απλώς και θα μοιράζονται την ίδια γη και τα ίδια δικαιώματα, αλλά θα θεωρούνται ένα συμπαγές σώμα κάτω από συνθήκες ισοπολιτείας, με κοινή ιθαγένεια. Το ερώτημα που προκύπτει σαν κατακλείδα είναι: Σ’αυτές τις προκλητικές και αποκαρδιωτικές ενέργειες θα εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού; Τι ρόλο διαδραματίζουν οι βασικοί μοχλοί πίεσης της Τουρκίας αλλά και η δική μας κυβέρνηση όντας μάρτυρες τέτοιων γεγονότων που δυνατιμίζουν το όποιο θετικό κλίμα και την όποια αμιδρή και συγκρατημένη αισιοδοξία διαμορφώνεται ως απότοκο των εξελίξεων των συνομιλιών; Ακόμη παρέλειψα να αναφέρω τις πρόσφατες προκλήσεις που παρατηρήθηκαν στη Νησίδα Ρω, κοντά στο Καστελόριζο. Συνεπώς η Τουρκία βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για πληθώρα διαχρονικών αντισυνταγματικών παραβιάσεων και έτη χειρότερα για εγκλήματα πολέμου. Ας λογοδοτήσει επιτέλους έναντι στο Διεθνές Δίκαιο και πολύ περισσότερο έναντι των «παθόντων» απ’ αυτήν ανθρώπων που εναγωνίως επιζητούν δικαίωση και «άνοιγμα» του φακέλου της Κύπρου. Καμία εξιλέωση ή άφεση αμαρτιών δεν πρέπει να δοθεί στην Τουρκία πρωτού η πολιτική της αρχίζει να συγκλίνει με τις πρόνοιες του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών καθώς και με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και προπάντων αν δεν προχωρήσει σε κλείσιμο ανοικτών λογαριασμών και άλλων εκκρεμόντων ζητημάτων που την αφορούν άμεσα και φυσικά όχι με το αζημίωτο, αντίθετα, με την επιβολή κυρώσεων, ικανών να φράσσουν καίρια τις όποιες βλέψεις και υπεροπτικές στάσεις της Τουρκίας αλλά και το στρατηγικό εγχείρημα της ένταξής της στην Ε.Ε. Αναπόσπαστο κομμάτι των κυρώσεων πρέπει να θεωρείται και η ανάληψη ευθυνών και αναγνώριση τετελεσμένων όπως για παράδειγμα η γενοκτονία των Αρμενίων και η θεώρηση της Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο όχι σαν μιας «επεμβατικής επιχείρησης» ή «στρατιωτικής άσκησης», τουναντίον, σαν μιας απάνθρωπης και βάρβαρης επίθεσης εναντίον ενός δοκιμαζόμενου λαού, διασκεδάζοντας έτσι τις όποιες διαβουκολήσεις και ψεύτικες υποσχέσεις παρουσιάζει συχνά η Τουρκία στη διεθνή πολιτική σκηνή για προσπάθειες συμμόρφωσης.